Ενώ οι εναέριες επιδρομές στη Λιβύη ανέρχονται σήμερα σε ένα σύνολο 11.500 πτήσεων, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Ράσμουσεν, ζήτησε από τους σύμμαχους περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες και μεγαλύτερη εμπλοκή στον πόλεμο, ο οποίος εξαπλώνεται στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική σε λιγότερα ορατές μορφές αλλά όχι λιγότερα επικίνδυνες, ανοίγοντας συνεχώς νέα μέτωπα.

Η CIA, σύμφωνα με υπάλληλο του πρακτορείου κατασκοπίας των ΗΠΑ όπως αναφέρεται από την εφημερίδα New York Times, χτίζει μια μυστική βάση στη Μέση Ανατολή για να εξαπολύσει επιθέσεις στην Υεμένη με οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Αυτά είναι τα Predator / Reaper (ήδη σε δράση στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν και τη Λιβύη), οπλισμένα με 14 πυραύλους Hellfire και τηλεχειριζόμενα από μια βάση της Νεβάδα, απόσταση μεγαλύτερη των 10 χιλιάδων μιλίων μακριά.

Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, «Ο πρόεδρος Ομπάμα έχει αυξήσει δραστικά την βομβιστική εκστρατεία της CIA στο Πακιστάν, με τη χρήση οπλισμένων τηλεκατευθυνόμενων αεροπλάνων», τα ίδια που θα χρησιμοποιηθούν για την «επέκταση του πολέμου στην Υεμένη».

Η διοίκηση τα θεωρεί «το προτιμότερο όπλο για το κυνήγι και τη εξόντωση αγωνιστών σε χώρες όπου είναι πρακτικά αδύνατη μια μεγάλη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ».

Στην Υεμένη, δρα επί του παρόντος η Κοινή Ανώτατη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων (USSOCOM), υποστηριζόμενη από τη CIA και με την έγκριση της εκτελεστικής εξουσίας της Σαναά.

Αλλά, δεδομένου «του εύθραυστου χαρακτήρα αυτής της αυταρχικής κυβέρνησης», η κυβέρνηση Ομπάμα ανησυχεί για την τοποθέτηση μιας μελλοντικής κυβέρνησης που δεν θα ήταν σε θέση, η δεν θα επιθυμούσε, να υποστηρίξει τις ενέργειες των Αμερικανών.

Έτσι, ανάθεσε στη CIA την κατασκευή μιας μυστικής βάσης σε άγνωστη τοποθεσία της Μέσης Ανατολής, ώστε να «αναλάβει δράσεις που καλύπτονται χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης της χώρας υποδοχής».

Αυτό επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση Ομπάμα βρίσκεται στη διαδικασία της εντατικοποίησης του μυστικού πόλεμου σε όλες τις παραλλαγές του.

Όπως δήλωσε επίσημα το USSOCOM, περιλαμβάνει: την άμεση δράση για την καταστροφή στόχων, τον θάνατο ή την σύλληψη του εχθρού. Ένας αντισυμβατικός πόλεμος που διεξάγεται από εξωτερικές δυνάμεις, που εκπαιδεύονται και οργανώνονται από την USSOCOM. Μια αντεπανάσταση για να βοηθήσει τις συμμαχικές κυβερνήσεις να καταστείλουν μια εξέγερση. Μια ψυχολογική επιχείρηση επηρεασμού της κοινής γνώμης στο εξωτερικό με σκοπό την υποστήριξη των αμερικανικών στρατιωτικών ενεργειών. Αυτές οι επιχειρήσεις διενεργούνται με τεχνολογίες όλο και περισσότερο προηγμένες.

Μέσα από αυτό το πλαίσιο μπαίνει η απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα, που δημοσιοποιήθηκε από την εφημερίδα New York Times, για την δημιουργία σε παγκόσμια κλίμακα «σκιωδών δικτύων στο Διαδίκτυο και στη κινητή τηλεφωνία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους αντιφρονούντες για να παρακάμψουν τη κυβερνητική λογοκρισία».

«Το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν μέχρι στιγμής επενδύσει τουλάχιστον 50 εκατ. δολάρια. Τα δίκτυα αυτά γίνονται με τη χρήση ειδικών μικρών βαλιτσών, που εφόσον εισαχθούν σε μια δεδομένη χώρα, επιτρέπουν να καλέσουν το εξωτερικό μέσω υπολογιστών και κινητών τηλέφωνων σε ασύρματες και κωδικοποιημένες συνθήκες, αποφεύγοντας κυβερνητικούς ελέγχους και απαγορεύσεις.

Η επίσημη αιτιολόγηση της Ουάσιγκτον είναι να «υπερασπίσει την ελευθερία του λόγου και να αυξήσει τη δημοκρατία».

Κάθε άλλο παρά γι αυτό πρόκειται. Τα σκιώδη δίκτυα που προωθούνται μόνο σε αποσχισθείσες ομάδες χρήσιμες για τη στρατηγική των ΗΠΑ (στη Συρία, στο Ιράν και σε ορισμένες άλλες χώρες) και ελέγχονται από την Ουάσιγκτον, είναι οι πλέον κατάλληλες για τη διάδοση κατασκευασμένων πληροφοριών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για ψυχολογικές επιχειρήσεις που προετοιμάζουν το κοινό σε νέους πολέμους.

« C.I.A. Building Base for Strikes in Yemen », par Mark Mazzetti, The New York Times, 14 juin 2011.

Πηγή
Il Manifesto (Italie) ">Il Manifesto (Italie)