Οι τρεις κρίσεις μέσα στον Συνασπισμό

Βιώνουμε την τρίτη κρίση στο στρατόπεδο των επιτιθεμένων από την έναρξη του πολέμου εναντίον της Συρίας.

 Τον Ιούνιο του 2012, στη Διάσκεψη της Γενεύης 1, η οποία επρόκειτο να σηματοδοτήσει την επιστροφή της ειρήνης και να οργανώσει μια νέα διαίρεση στη Μέση Ανατολή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η Γαλλία, η οποία μόλις είχε εκλέξει τον Φρανσουά Ολλάντ (Francois Hollande) έθεσε μια περιοριστική ερμηνεία του τελικού ανακοινωθέντος. Στη συνέχεια οργάνωσε την αναβίωση του πολέμου, με τη βοήθεια του Ισραήλ και της Τουρκίας και την υποστήριξη της υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και του διευθυντή της CIA Ντέιβιντ Πετρέους.

 Καθώς η Κλίντον και ο Πετρέους είχαν αποκλειστεί από τον Πρόεδρο Ομπάμα, η Τουρκία οργάνωσε το καλοκαίρι του 2013, μαζί με το Ισραήλ και τη Γαλλία, το χημικό βομβαρδισμό της Γκούττας Δαμασκού αποδίδοντας τον στη Συρία. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να ξεκινήσουν έναν τιμωρητικό πόλεμο.

 Τον Ιανουάριο 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβαλαν το Κογκρέσο να ψηφίσει σε μυστική συνεδρίαση του τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό του ΙΚ με την αποστολή να εισβάλει στις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ και στην κουρδική περιοχή της Συρίας έτσι ώστε να διαιρέσει αυτά τα μεγάλα κράτη. Η Γαλλία και η Τουρκία, στη συνέχεια, όπλισαν την Αλ-Κάιντα (το Μέτωπο αλ Νούσρα) για να επιτεθεί στο ΙΚ και να υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιστρέψουν στο αρχικό σχέδιο του Συνασπισμού. Αν και η Αλ-Κάιντα και το ΙΚ συμφιλιώθηκαν τον Μάιο, μετά την έκκληση για ηρεμία του Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι, η Γαλλία και η Τουρκία εξακολουθούν να μην συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς.

Σε γενικές γραμμές, ο Συνασπισμός των Φίλων της Συρίας που περιλαμβανόταν τον Ιούλιο 2012 από «εκατό χώρες και διεθνείς οργανισμούς», δεν περιλαμβάνει πλέον σήμερα περισσότερα από 11. Όσον αφορά τον Συνασπισμό κατά του ΙΚ, συγκεντρώνει επίσημα «περισσότερα από 60 κράτη», αλλά έχουν τόσο λίγα κοινά μεταξύ τους και ο κατάλογος τους παραμένει μυστικός.

Ξεχωριστά συμφέροντα

Στην πραγματικότητα, ο συνασπισμός αποτελείται από πολλά κράτη που το καθένα επιδιώκει συγκεκριμένους στόχους και δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό στόχο.

Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις δυνάμεις:

 Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να ελέγχουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της περιοχής. Το 2000, το National Energy Policy Development Group (NEPDG) υπό την προεδρία του Dick Cheney είχε εντοπίσει μέσω δορυφορικών εικόνων και δεδομένων από γεωτρήσεις, τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αέριου και είχε παρατηρήσει τα τεράστια συριακά αποθέματα φυσικού αερίου. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 2001, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να επιτεθεί διαδοχικά σε οκτώ χώρες (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Λίβανος και Συρία, Σουδάν, Σομαλία, Ιράν) για να αρπάξουν τους φυσικούς πόρους τους. Το επιτελείο του υιοθέτησε τότε το σχέδιο για την αναδιαμόρφωση της «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» (το οποίο περιλαμβάνει επίσης τη διάλυση της Τουρκίας και της Σαουδική Αραβία), ενώ το υπουργείο Εξωτερικών δημιούργησε το επόμενο έτος το τμήμα ΜΕΝΑ για να οργανώσει την «Αραβική Άνοιξη».

 Το Ισραήλ υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντά του: βραχυπρόθεσμα, συνέχισε βήμα με βήμα την εδαφική επέκταση του. Ταυτόχρονα και χωρίς να περιμένει να ελέγχει το σύνολο του χώρου μεταξύ των δύο ποταμών, του Νείλου και του Ευφράτη, προτίθεται να ελέγξει όλες τις οικονομικές δραστηριότητες αυτής της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των υδρογονανθράκων . Για την προστασία του, στην εποχή των πυραύλων, σκοπεύει από τη μια πλευρά να αναλάβει τον έλεγχο μιας ζώνης ασφαλείας γύρω από τα σύνορά του (σήμερα έδιωξε τους Κυανόκρανους από τα σύνορα του Γκολάν και τους αντικατάστησε με την Αλ-Κάιντα) και από την άλλη, να εξουδετερώσει τους αιγυπτιακό και συριακό στρατούς παίρνοντας τους από πίσω (εγκατάσταση πυραύλων Patriot του ΝΑΤΟ στην Τουρκία, δημιουργία ενός Κουρδιστάν στο Ιράκ και του Νότιου Σουδάν).

 Η Γαλλία και η Τουρκία συνεχίζουν το όνειρο της αποκατάστασης των αυτοκρατοριών τους. Η Γαλλία ελπίζει να πάρει μια εντολή πάνω από τη Συρία, ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της χώρας. Δημιούργησε το Ελεύθερο Συριακό Στρατό και του έδωσε τη πράσινη, άσπρη, μαύρη σημαία με τρία αστέρα της γαλλικής εντολής.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, σκοπεύει να αποκαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από το Σεπτέμβριο 2012, διόρισε έναν wali για να διοικεί την επαρχία. Τα τουρκικό και γαλλικό σχέδια είναι συμβατά, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε δεχθεί ορισμένες από τις επαρχίες της να διοικούνται από άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις.

 Τέλος, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά μόνο υπηρετώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και καταπολεμώντας τα κοσμικά καθεστώτα, των οποίων η Αραβική Δημοκρατία της Συρίας έμεινε πλέον ο μοναδικός εκφραστής στη περιοχή.

Η εξέλιξη του Συνασπισμού

Οι τέσσερις αυτές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν παρά μόνο κατά το πρώτο μέρος του πολέμου, από Φεβρουάριο 2011 έως τον Ιούνιο 2012.
Ήταν πράγματι μια στρατηγική της τέταρτης γενιάς: μερικές ομάδες από τις Ειδικές Δυνάμεις οργάνωναν περιστατικά και εξέδρες εδώ και εκεί, ενώ οι τηλεοράσεις της Δύσης και του Κόλπου σκηνοθετούσαν μια αλαουιτική δικτατορία που κατάστελλε μια δήθεν δημοκρατική επανάσταση.
Τα ποσά που επενδύθηκαν και οι στρατιώτες που αναπτύχτηκαν δεν αντιπροσώπευαν μεγάλο κόστος και ο καθένας σκεπτόταν ότι θα μπορούσε να τραβήξει λίγο τη κουβέρτα προς τη μεριά του μετά την ανατροπή της Αραβικής Συριακής Δημοκρατίας.

Ωστόσο, στις αρχές του 2012, ο λαός της Συρίας άρχισε να αμφιβάλλει ότι ο Πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσσαντ βασάνιζε παιδιά και ότι η Δημοκρατία θα ανατρεπόταν υπέρ ενός θρησκευτικού καθεστώτος λιβανέζικου τύπου. Η πολιορκία των τακφιριστών του Ισλαμικού Εμιράτου του Baba Amr προανήγγειλε την ήττα της επιχείρησης. Η Γαλλία διαπραγματεύτηκε σε συνέχεια μια έξοδο από τη κρίση και την επιστροφή των Γάλλων αξιωματικών αιχμάλωτων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία διαπραγματεύονταν για να αντικαταστήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία και να μοιραστούν το σύνολο της περιοχής, όπως το είχαν κάνει το Λονδίνο και το Παρίσι με τις συμφωνίες Sykes-Picot το 1916.

Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν θα λειτουργήσει στο Συνασπισμό. Οι διαδοχικές αποτυχίες του δείχνουν ότι δεν μπορεί να κερδίσει.

Τον Ιούλιο 2012, η ​​Γαλλία συγκέντρωνε με τυμπανοκρουσίες στο Παρίσι την πιο σημαντική συνάντηση του Συνασπισμού και ξανάρχισε τον πόλεμο.
Ο λόγος του Φρανσουά Ολλάντ είχε γραφτεί στα αγγλικά, πιθανώς από τους Ισραηλινούς, και μεταφράστηκε στα γαλλικά.
Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον και ο Πρέσβης Robert S. Ford (εκπαιδευμένος από τον John Negroponte) έμπαιναν στο μεγαλύτερο μυστικό πόλεμο στην ιστορία.

Όπως κάποτε στη Νικαράγουα, ιδιωτικοί στρατοί προσλάμβαναν μισθοφόρους και τους έστελναν στη Συρία. Εκτός ότι από αυτή τη φορά, αυτοί οι μισθοφόροι πλαισιώνονταν ιδεολογικά για να ιδρύσουν τις τζιχαντιστικές ορδές. Ο έλεγχος των επιχειρήσεων ξέφευγε από το Πεντάγωνο υπέρ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA.
Το κόστος αυτού του πολέμου ήταν τεράστιο, αλλά δεν αποδόθηκε στους προϋπολογισμούς των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας η της Τουρκίας, καθώς καλύφθηκε πλήρως από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Σύμφωνα με το δυτικό τύπο και του Κόλπου, μερικές χιλιάδες ξένοι ήρθαν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στην «συριακή δημοκρατική επανάσταση».
Αλλά επί τόπου, δεν υπήρχε πουθενά «δημοκρατική επανάσταση», αλλά ομάδες φανατικών που φώναζαν συνθήματα όπως: «Ειρηνική Επανάσταση: οι Χριστιανοί στη Βηρυτό, οι Αλαουίτες στον τάφο! » [1] ή ακόμη «Όχι στη Χεζμπολάχ, όχι στο Ιράν, θέλουμε ένα πρόεδρο που να φοβάται τον Θεό! » [2]. Σύμφωνα με το Συριακό Αραβικό Στρατό, δεν ήταν «μερικές χιλιάδες», αλλά 250.000 ξένοι τζιχαντιστές που ήρθαν να πολεμήσουν, και συχνά να πεθαίνουν, από τον Ιούλιο 2012 έως τον Ιούλιο 2014.

Αλλά την άλλη ημέρα μετά την επανεκλογή του, ο Μπαράκ Ομπάμα ανάγκασε τον διευθυντή της CIA, στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους, να παραιτηθεί, και ξεφορτώθηκε από την Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης του.
Έτσι ώστε στις αρχές του 2013, ο Συνασπισμός βασίζονταν ουσιαστικά μόνο στη Γαλλία και στην Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνοντας το λιγότερο δυνατό.
Αυτή ήταν ασφαλώς τη στιγμή που περίμενε ο Συριακός Αραβικός Στρατός για να ξεκινήσει την αδυσώπητη επανα-κατάκτηση της επικράτειας του.

Ο Φρανσουά Ολλάντ, και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Χίλαρι Κλίντον και ο Ντέιβιντ Πετρέους ήθελαν να ανατρέψουν τη κοσμική δημοκρατία και να επιβάλουν ένα σουνιτικό καθεστώς που θα θετόταν υπό την άμεση διοίκηση της Τουρκίας, αλλά που θα συμπεριλάμβανε Γάλλους ανώτερους υπαλλήλους.
Ένα μοντέλο που κληρονομήθηκε από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά που δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο δημοκρατικός Μπαράκ Ομπάμα και οι δύο ρεπουμπλικανικοί υπουργοί του στην Άμυνα, οι Λέον Πανέτα και Τσακ Χέιγκελ (Chuck Hagel) καθοδηγούνται από ριζικά διαφορετικό πολιτικό όραμα: ο Πανέτα προέρχεται από την Επιτροπή Baker-Hamilton και ο Ομπάμα εξελέγη βάσει του προγράμματος αυτής της Επιτροπής.
Σύμφωνα με αυτό το πρόγραμμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μια αποικιοκρατική δύναμη με τη μεσογειακή σημασία του όρου, δηλαδή, δεν θα πρέπει να ελέγχουν ένα έδαφος μέσω της εγκατάστασης εποίκων. Η εμπειρία της κυβέρνησης Μπους στο Ιράκ είχε εξαιρετικά υψηλό κόστος σε σχέση με την απόδοση των επενδύσεων.
Δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται.

Μετά την προσπάθεια της Τουρκίας και της Γαλλίας να παρασύρουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν ευρύ βομβαρδισμό της Συρίας, σκηνοθετώντας τη χημική κρίση του καλοκαιριού 2013, ο Λευκός Οίκος και το Πεντάγωνο αποφάσισαν να επανακτήσουν τον έλεγχο.
Τον Ιανουάριο 2014, συγκάλεσαν μια μυστική συνεδρίαση του Κογκρέσου και το έβαλαν να ψηφίσει ένα μυστικό νόμο που ενέκρινε ένα σχέδιο διαίρεσης του Ιράκ σε τρία μέρη και την απόσχιση της κουρδικής περιοχής της Συρίας. Για αυτό το σκοπό, αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν και να οπλίσουν μια τζιχαντιστική ομάδα που ήταν σε θέση να επιτύχει ό, τι απαγορεύει το διεθνές δίκαιο στο αμερικανικό στρατό: μια εθνοκάθαρση.

Ο Μπαράκ Ομπάμα και οι στρατοί του δεν θεωρούν την αναδιαμόρφωση της «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» ως αυτοσκοπό, αλλά μόνο ως μέσο για τον έλεγχο των φυσικών πόρων.
Χρησιμοποιούν μια κλασική ένια, Διαίρε και Βασίλευε, όχι για να δημιουργήσουν θέσεις βασιλέων και προέδρων σε νέα κράτη, αλλά για να συνεχίσουν την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών από την εποχή του Τζίμι Κάρτερ.

Στο λόγο του για την κατάσταση της Ένωσης στις 23 Ιανουαρίου 1980, ο Πρόεδρος Κάρτερ έθετε το δόγμα που φέρει το όνομά του: οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι οι υδρογονάνθρακες του Κόλπου είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία τους και τους ανήκουν.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αμφισβήτηση από οποιονδήποτε αυτού του αξιώματος θα θεωρείται «επιζήμια για τα ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και μια τέτοια επίθεση θα απωθείται με οποιοδήποτε αναγκαίο μέσο, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βίας».

Με τη πάροδο του χρόνου, η Ουάσιγκτον δημιούργησε το μέσο αυτής της πολιτικής, το CENTCOM, και επέκτεινε την «ρεζερβέ» περιοχή μέχρι το Κέρας της Αφρικής.
Ως εκ τούτου, η σημερινή εκστρατεία βομβαρδισμού του Συνασπισμού δεν έχει επομένως καμία σχέση με τον αρχικό στόχο της ανατροπής της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας. Δεν έχει ούτε και περισσότερα σχέση με το «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Σκοπεύει αποκλειστικά να υπερασπίζει τα οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και μόνο, αν χρειαστεί με τη δημιουργία νέων κρατών, αλλά όχι απαραίτητα.

Επί του παρόντος, το Πεντάγωνο έχει τη συμβολική βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ με μερικά αεροπλάνα, αλλά όχι της Γαλλίας, ούτε της Τουρκίας.
Το ίδιο διεκδικεί ότι έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 4.000 εξόδους, αλλά σκοτώθηκαν μόλις πάνω από 300 μαχητές του Ισλαμικού Εμιράτου.
Αν πιστέψουμε την επίσημη γραμμή, χρειάζονται περισσότερες από 13 εξόδους και ένας άγνωστος αριθμός από βόμβες και πυραύλους για να σκοτωθεί ένας τζιχαντιστής.
Επρόκειτο έτσι για την ακριβότερη και την πιο αναποτελεσματική αεροπορική εκστρατεία στην ιστορία.
Αλλά αν λάβουμε υπόψη το σκεπτικό που προηγήθηκε, η επίθεση του ΙΚ εναντίον του Ιράκ αντιστοιχεί σε μια χειραγώγηση των τιμών του πετρελαίου που έχουν μειωθεί από 115 δολάρια το βαρέλι σε 83 δολάρια, ήτοι μια μείωση σχεδόν 25 %.
Ο Νούρι αλ-Μαλίκι, ο νόμιμα εκλεγμένος ιρακινός πρωθυπουργός, ο οποίος πούλαγε το ήμισυ του πετρελαίου του στην Κίνα, στιγματίστηκε ξαφνικά και ανατράπηκε.

Το Ισλαμικό Κράτος και η περιφερειακή κυβέρνηση του ιρακινού Κουρδιστάν, μείωσαν την κλοπή πετρελαίου τους και τις εξαγωγές του κατά περίπου 70%.
Όλες οι εγκαταστάσεις πετρελαίου που χρησιμοποιούνταν από τις κινεζικές εταιρείες απλώς καταστράφηκαν.
De facto, το πετρέλαιο του Ιράκ και της Συρίας διέφυγε των Κινέζων αγοραστών και επανεντάχτηκε στη διεθνή αγορά που ελέγχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εν τέλει, αυτή η αεροπορική εκστρατεία είναι μια άμεση εφαρμογή του «Δόγματος Carter» και μια προειδοποίηση προς τον Πρόεδρο Xi Jinping ο οποίος προσπαθεί να συνάψει εδώ και εκεί, διμερείς συμβάσεις για την προμήθεια των υδρογονανθράκων της χώρας του, παρακάμπτοντας τη διεθνή αγορά.

Προβλέποντας το μέλλον

Από αυτή την ανάλυση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι:

 Κατά τη τρέχουσα περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δέχονται να διεξάγουν έναν πόλεμο παρά μόνο για να υπερασπιστούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα για τον έλεγχο της διεθνούς αγοράς πετρελαίου.
Συνεπώς, είναι πιθανόν να μπούνε σε πόλεμο κατά της Κίνας, αλλά όχι εναντίον της Ρωσίας.

 Η Γαλλία και η Τουρκία δεν θα πραγματοποιήσουν ποτέ τα όνειρα τους για επανα-αποικιοκρατία.
Η Γαλλία θα πρέπει να σκεφτεί το ρόλο που της ανατέθηκε από το AFRICOM στη μαύρη ήπειρο. Μπορεί να συνεχίσει να επεμβαίνει σε όλα τα κράτη που προσπαθούν να προσεγγίζουν την Κίνα (Ακτή Ελεφαντοστού, Μάλι, Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία) και να αποκαταστήσει τη «δυτική» τάξη, αλλά δεν θα καταφέρει ποτέ να αποκαταστήσει την αποικιοκρατική αυτοκρατορία της.
Η Τουρκία θα πρέπει επίσης να μετριάσει τον τόνο της. Ακόμα και αν ο Πρόεδρος Ερντογάν καταφέρνει να πραγματοποιήσει μια παράφυση συμμαχία μεταξύ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των κεμαλικών αξιωματικών, θα πρέπει να εγκαταλείψει τις νεοθωμανικές φιλοδοξίες του. Προπάντων, θα πρέπει να θυμάται ότι ως μέλος του ΝΑΤΟ, η χώρα του είναι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευάλωτη σε προ-αμερικανικό πραξικόπημα, όπως έγιναν πριν απ’ αυτόν κατά του Έλληνα Γεωργίου Παπανδρέου η του Τούρκου Μπουλέντ Ετσεβίτ.

 Η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ δεν θα πληρωθούν ποτέ για τα δισεκατομμύρια που επένδυσαν άφθονα για να ανατρέψουν την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας. Ακόμη χειρότερα, είναι πιθανό ότι θα αναγκαστούν να πληρώσουν μέρος της ανασυγκρότησης. Η οικογένεια Σαούντ αναμένεται να συνεχίσει να ικανοποιήσει τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά και να αποφύγει να συμμετέχει σε μεγάλους πολέμους και να θεωρήσει ότι ανά πάσα στιγμή, η Ουάσιγκτον μπορεί να επιλέξει να διαιρέσει την ιδιωτική περιουσία της, τη Σαουδική Αραβία.

 Το Ισραήλ μπορεί να ελπίζει να συνεχίσει να παίξει ύπουλα για να προκαλέσει μεσοπρόθεσμα την πραγματική διαίρεση του Ιράκ σε τρία μέρη. Με τον τρόπο αυτό, θα αποκτήσει ένα Ιρακινό Κουρδιστάν συγκρίσιμο με το Νότιο Σουδάν που ήδη δημιούργησε.
Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι θα καταφέρει να το συνδέσει άμεσα με τη Βόρεια Συρία.
Ομοίως, είναι ελάχιστα πιθανό να καταφέρει να εκδιώξει την UNIFIL από το νότιο Λίβανο και να την αντικαταστάσει με την Αλ Κάιντα, όπως έπραξε στο Γκολάν με την FNUOD στα σύνορα με τη Συρία.
Αλλά σε διάρκεια 66 ετών, το Ισραήλ έχει συνηθίσει να προσπαθήσει πολλά και συχνά για να πάρει πάντα λίγο περισσότερο.
Στη πραγματικότητα, είναι ο μόνος νικητής σε αυτόν τον πόλεμο ενάντια στη Συρία και έπειτα στο εσωτερικό του Συνασπισμού.
Όχι μόνο αποδυνάμωσε τη γείτονα Συρία του για πολλά χρόνια, αλλά κατάφερε να την αναγκάσει να εγκαταλείψει το χημικό οπλοστάσιο της.
Και έτσι είναι το μόνο κράτος στον κόσμο που διαθέτει επίσημα ταυτόχρονα ένα πολύ εξελιγμένο πυρηνικό οπλοστάσιο και ένα χημικό και βιολογικό οπλοστάσιο.

 Το Ιράκ είναι defacto διαιρεμένο σε τρία ξεχωριστά κράτη από τα οποία το ένα, το χαλιφάτο δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα.
Σε πρώτο στάδιο, δεν βλέπουμε τι θα μπορούσε να αποτρέψει την απόσχιση του Κουρδιστάν, εκτός από τη δυσκολία να εξηγήσει με ποιο μαγικό τρόπο κατάφερε να αυξάνει την επικράτειά του κατά 40% σε σχέση με τα διοικητικά του όρια, συμπεριλαμβανομένων των κοιτασμάτων πετρελαίου του Κιρκούκ.
Το Χαλιφάτο αναμένεται να παραχωρήσει σταδιακά τη θέση του σε ένα σουνιτικό Κράτος, που πιθανώς θα διοικηθεί από άτομα που θα έχουν επίσημα «αποχωρήσει» από το Ισλαμικό Κράτος, αλλά με λιγότερο βάρβαρους τρόπους. Θα επρόκειτο για μια διαδικασία συγκρίσιμη με εκείνη της Λιβύης, όπου οι βετεράνοι της Αλ Κάιντα τοποθετήθηκαν στην εξουσία χωρίς καμιά διαμαρτυρία.

 Η Συρία θα ξαναβρεί σταδιακά την ειρήνη και θα επικεντρωθεί στην μεγάλη ανοικοδόμηση της.
Θα στραφεί προς τις κινεζικές εταιρείες, αλλά θα κρατήσει το Πεκίνο μακριά από τους υδρογονάνθρακες της.
Για την ανοικοδόμηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας της και για την εκμετάλλευση των αποθεμάτων φυσικού αερίου της, θα στραφεί σε ρωσικές εταιρείες.
Το θέμα των αγωγών που θα την διασχίσουν θα εξαρτηθεί από τους Ιρανούς και Ρώσους υποστηρικτές της.

 Ο Λίβανος θα συνεχίσει να ζήσει υπό την απειλή του ΙΚ, αλλά ποτέ η οργάνωση αυτή θα διαδραματίσει ρόλο διαφορετικό από εκείνο της τρομοκρατίας. Οι Ισλαμιστές θα είναι απλά ένας τρόπος για να παγώσει λίγο περισσότερο την πολιτική λειτουργία μιας χώρας που βυθίζεται στην αναρχία.

 Τέλος, η Ρωσία και η Κίνα αναμένεται θα πρέπει να επέμβουν επειγόντως εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, στο Ιράκ, στη Συρία και στο Λίβανο, όχι από συμπόνια για τους ντόπιους πληθυσμούς, αλλά επειδή αυτό το εργαλείο θα χρησιμοποιηθεί σύντομα εναντίον τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ήδη, αν και το ΙΚ ελέγχεται από τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Αμπντούλ Ραχμάν, ο οποίος χρηματοδοτεί, και από το χαλίφη Ιμπραήμ, ο οποίος διευθύνει τις επιχειρήσεις, τα κύρια στελέχη του είναι Γεωργιανοί, όλα μέλη των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών, και μερικές φορές Κινέζοι τουρκόφωνες.
Επιπλέον, ο υπουργός άμυνας της Γεωργίας αναγνώρισε, πριν να το αναιρέσει, ότι φιλοξενεί στρατόπεδα εκπαίδευσης για τζιχαντιστές.
Αν η Μόσχα και το Πεκίνο διστάζουν, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το Ισλαμικό Κράτος στο Καύκασο, στην κοιλάδα Φεργκάνα, και στο Xinjiang.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)

[1«Ειρηνική επανάσταση» σημαίνει εδώ ότι δεν θα έβλαπτε τους σουνίτες.

[2Στις αρχές του πολέμου, η Χεζμπολάχ δεν ήταν παρούσα στη Συρία, αλλά η Συρία υποστήριζε πάντα στρατιωτικά την Χεζμπολάχ στον αγώνα της ενάντια στον ισραηλινό επιτιθέμενο. Επομένως, δεν επρόκειτο να τεθεί η Χεζμπολάχ εκτός Συρίας, αλλά να σταματήσει να υποστηρίζει την αντίσταση.