Κατά τη διάρκεια του 2014, οι κινέζικες τράπεζες χορήγησαν δάνεια στη Λατινική Αμερική συνολικού ύψους 22,1 δις δολαρίων, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων που δημοσίευσε το Inter-American Dialogue [1]. Με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και την αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, έχει γίνει επιτακτική για την Κίνα η ενδυνάμωση των δεσμών της με τις χώρες που κατέχουν πληθώρα φυσικών πόρων (πετρέλαιο, αέριο, μέταλλα, ορυκτά μεταλλεύματα, νερό, βιοποικιλότητα, κτλ.).

Όλα σχεδόν τα δάνεια που εκδόθηκαν αντιστοιχούσαν στα εξής τραπεζικά ιδρύματα: China Development Bank και China Ex-Im Bank, αν και συμμετείχαν επίσης η ICBC και η Bank of China. Αν και δεν λήφθηκαν υπόψη τα δάνεια κάτω των 50 εκατομμυρίων δολαρίων, ο αριθμός αυτός αποτελεί μια αύξηση πάνω από 70% σε σύγκριση με τα 12,9 δις δολάρια που εκχωρήθηκαν ως δάνειο το 2013.

Από το 2005 (όταν η βάση δεδομένων της Inter-American Dialogue άρχισε τις πρώτες καταγραφές) και μέχρι το 2014, η Κίνα χορήγησε δάνεια στα λατινοαμερικανικά κράτη ποσού 119 δις δολαρίων [2]. Τα δάνεια της Κίνας ξεπερνούν το ποσό που παραχώρησαν η Ex-Im Bank των ΗΠΑ, η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (Inter-American Development Bank ή IDB) και η Παγκόσμια Τράπεζα, μια κατάσταση που συμβάλλει στην αποδυνάμωση της οικονομικής ηγεμονίας της Ουάσινγκτον στην περιοχή [3].

Η μαζική χορήγηση δανείων καθιστά, επίσης, σαφές τη στενή συνεργασία που η Κίνα έχει καλλιεργήσει με τα λατινοαμερικανικά κράτη. Στην πιο πρόσφατη σύνοδο της Κοινότητας των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC, αποτελούμενη από 33 χώρες), ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Xi Jinping, ανακοίνωσε ότι για το 2020 προβλέπεται ότι το εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών θα φτάσει τα 500 δις δολάρια σε ετήσια βάση με επενδύσεις πάνω από 250 δις δολάρια [4].

Επίσης, πρέπει να υπογραμμιστεί η οικοδόμηση στρατηγικών συνεργασιών με κάποιες χώρες της Ν. Αμερικής, εκείνες που συγκέντρωσαν το 90% των παρεχόμενων δανείων το περασμένο έτος: η Βραζιλία παγιώθηκε ως ο κύριος αποδέκτης με 8,6 δις δολάρια, ακολουθούμενη από την Αργεντινή με 7 δις, τη Βενεζουέλα με 5,7 δις και τέλος το Εκουαδόρ με 820 εκατομμύρια δολάρια.

Μετά την κρίση των εταιρειών πληροφορικής στις ΗΠΑ, οι κεντρικές τράπεζες των βιομηχανικών χωρών ώθησαν την επέκταση των δανείων σε παγκόσμια κλίμακα. Η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών από το 2002 μετέτρεψε τη Λατινική Αμερική σε μία από τις αγαπημένες περιοχές για τους επενδυτές που αναζητούσαν περιοχές υψηλής αποδοτικότητας.

Μετά από έξι και πλέον χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 και ενάντια στην ακραία αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, προϊόν της αύξησης της συστημικής αδυναμίας, οι Κινέζοι έγιναν οι αγαπημένοι τραπεζίτες των αναδυόμενων οικονομιών δεδομένου ότι, εν συγκρίσει με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες, προσφέρουν δάνεια με λιγότερους όρους και πιο χαμηλά επιτόκια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Fred Hochberg, προέδρου της Ex-Im Bank των ΗΠΑ, τα κρατικά κινεζικά ιδρύματα έχουν επενδύσει 650 δις δολάρια περίπου σε όλον τον κόσμο τα τελευταία δύο χρόνια.

Ωστόσο υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι τα κινέζικα δάνεια -ως αντάλλαγμα για μελλοντικές παραδόσεις πρώτων υλών- δε στοχεύουν τόσο στην στήριξη της τεχνολογικής ανάπτυξης όσο σε επενδυτικά σχέδια προσανατολισμένα στην εξόρυξη (γεωργία, μεταλλεία, ενέργεια, κτλ.). Κατά συνέπεια, υπάρχει ο κίνδυνος να παγιωθεί το μοντέλο της εξαγωγικής ανάπτυξης των λατινοαμερικάνικων οικονομιών και να πολλαπλασιαστούν οι απειλές για εκμετάλλευση των αυτόχθονων πληθυσμών.

Από την άλλη πλευρά, σε μια συνέντευξη που πραγματοποίησε η Deutsche Welle, ο καθηγητής Kevin Gallagher, υπεύθυνος για τη βάση δεδομένων του Inter-American Dialogue, προειδοποιεί για τους αυξανόμενους κινδύνους που ελλοχεύουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής όσον αφορά την αποπληρωμή με κατάλληλο τρόπο των χρεών τους με τον ασιατικό γίγαντα [5].

Η πτώση των νομισμάτων της περιοχής έναντι του αμερικανικού νομίσματος, όπως και ο επίμονος αντιπληθωρισμός (πτώση των τιμών) στην αγορά των πρώτων υλών, έχουν ωθήσει την αύξηση των εισαγωγών και κατά συνέπεια, τη μείωση των πλεονασματικών ισοζυγίων (τρέχων λογαριασμός) των οικονομιών που είναι πιο προσανατολισμένες στις εξαγωγές. Αναμενόμενο είναι ότι η αποδοτικότητα των σχεδίων για επένδυση που συνδέονται με την εξόρυξη θα μειωθεί σε σημαντικό βαθμό τους προσεχείς μήνες.

Από την άλλη πλευρά, αν η επιβράδυνση των αναδυόμενων κρατών συνεχιστεί με αυξανόμενο ρυθμό, πιθανώς να οδηγήσει σε αποτυχία του πνεύματος της οικονομικής Συνεργασίας Νότου-Νότου μεταξύ Κίνας και Λατινικής Αμερικής. Εν μέσω κρίσης, υπάρχει ο κίνδυνος οι κινέζικες τράπεζες να εφαρμόσουν με διάφορους τρόπους τους μηχανισμούς αυτοκρατορικού εξαναγκασμού που παραδοσιακά εφαρμόζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στη Λατινική Αμερική.

Μετάφραση
Ευφροσύνη Αθανασίου
Μεταφράστρια (ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά και γαλλικά).

[1«China-Latin America Finance Database», Kevin P. Gallagher y Margaret Myers, Inter-American Dialogue.

[2«China keeps credit flowing to Latin America’s fragile economies», Kevin P. Gallagher y Margaret Myers, The Financial Times, February 27, 2015.

[3«China Kicks World Bank To The Curb In Latin America», Kenneth Rapoza, Forbes, February 26, 2015.

[4«Despite US-Cuba Detente, China Forges Ahead in Latin America», Shannon Thiezzi, The Diplomat, January 9, 2015.

[5«Chinese loans helping Latin America amid oil price slump», Deutsche Welle, February 27, 2015.