Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προβληματισμένες σχετικά με την ικανότητά τους να πείσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να συμμετέχει ενεργά στο ΝΑΤΟ και ως προς την βούληση του Ηνωμένου Βασιλείου να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην στρατιωτική συμμαχία που δημιούργησαν μαζί το 1941 με σκοπό να επικρατήσουν επί του κόσμου. Παρά τους ισχυρισμούς των Ευρωπαίων ηγετών, το Μπρέξιτ δεν απομονώνει το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά του επιτρέπει να στραφεί προς την Κοινοπολιτεία και να συνάψει δεσμούς με την Κίνα και την Ρωσία.

Η στρατολόγηση των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν σχεδιάσει να πιέσουν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανακοινώσουν την αύξηση του στρατιωτικού τους προϋπολογισμού κατά 2% του ΑΕΠ τους κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής της Συμμαχίας στην Βαρσοβία (8 και 9 Ιουλίου). Εκτός αυτού υπήρχαν σχέδια για την υιοθέτηση μιας στρατηγικής αποστολής δυνάμεων στα ρωσικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένης και μιας κοινής μονάδας επιμελητείας ΝΑΤΟ-ΕΕ, η οποία θα επέτρεπε την κοινή χρήση ελικοπτέρων, πλοίων, τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών και δορυφόρων.

Μέχρι τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο πιο σημαντικός συνεργάτης της Ένωσης σε θέματα άμυνας, συνεισφέροντας περί το 15% του αμυντικού προϋπολογισμού της ΕΕ. Εκτός αυτού, ήταν επιφορτισμένο με την Επιχείρηση «Αταλάντη» (Οpération Atalante) για την προστασία των θαλασσίων μεταφορών στα ανοικτά του Κέρατος της Αφρικής και διέθετε τα πλοία της στην Μεσόγειο. Τέλος, σχεδιαζόταν το Ηνωμένο Βασίλειο να παράσχει στρατεύματα για την συγκρότηση ευρωενωσιακών ομάδων μάχης. Με το Μπρέξιτ όλες αυτές οι δεσμεύσεις καθίστανται άκυρες.

Για την Ουάσιγκτον το ζήτημα είναι τώρα εάν το Λονδίνο θα δεχθεί να αυξήσει τις άμεσες επενδύσεις του στο ΝΑΤΟ, του οποίου είναι ήδη ο δεύτερος σημαντικότερος συνεισφέρων, προκειμένου να αναπληρώσει τον ρόλο που έπαιζε στην ΕΕ, χωρίς όμως να αναμένει κάποιο ιδιαίτερο όφελος. Παρ’ όλο που ο Μάικλ Φάλον (Michael Fallon), ο Βρετανός υπουργός Αμύνης, έχει υποσχεθεί ότι δεν θα υπονομεύσει τις κοινές προσπάθειες ΝΑΤΟ και ΕΕ, κανείς δεν μπορεί να δει γιατί το Λονδίνο θα μπορούσε να συμφωνήσει να θέσει νέα στρατεύματα υπό ξένη διοίκηση.

Επομένως, και πάνω απ’ όλα, η Ουάσιγκτον αναρωτιέται για την βούληση του Λονδίνου να εξακολουθεί να συμμετέχει στην στρατιωτική συμμαχία που δημιούργησε το 1941 μαζί με το Βρετανικό Στέμμα. Ασφαλώς, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα το Μπρέξιτ να είναι ένα βρετανικό κόλπο που θα επιτρέψει στην Βρετανία να αναδιαπραγματευθεί επ’ ωφελείαν της την «ειδική σχέση» της με τους Αμερικανούς. Μολαταύτα, είναι κατά πολύ πιθανότερο ότι το Λονδίνο ελπίζει να επεκτείνει τις σχέσεις του στο Πεκίνο και στην Μόσχα χωρίς κατ’ ανάγκην να αποποιηθεί των ωφελημάτων των φιλικών του σχέσεων με την Ουάσιγκτον.

Οι αγγλοσαξονικές μυστικές υπηρεσίες

Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμη και προτού συμμετάσχουν στον πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες σύναψαν ένα σύμφωνο με το Ηνωμένο Βασίλειο, τα ειδικά θέματα του οποίου καθορίζονταν σαφώς με τον «Χάρτη του Ατλαντικού» . Τούτο προέβλεπε οι δύο χώρες να ενωθούν προκειμένου να εγγυηθούν την ελευθερία της θαλάσσιας κυκλοφορίας και την επέκταση του ελεύθερου εμπορίου.

Η συμμαχία αυτή εφαρμόσθηκε με την «Συμφωνία των Πέντε Ματιών» (Cinq Yeux), η οποία μέχρι τώρα χρησιμεύει ως βάση για την συνεργασία 17 μυστικών υπηρεσιών 5 κρατών (των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς επίσης και τριών άλλων μελών της Κοινοπολιτείας: της Αυστραλίας, του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας).

Τα έγγραφα που αποκάλυψε ο Έντουαρτ Σνόουντεν αποδεικνύουν καθαρά ότι το Δίκτυο Έσελον (ECHELON) στην τρέχουσα μορφή του αποτελεί «μια υπερεθνική υπηρεσία πληροφοριών που είναι ανεξάρτητη από τους νόμους των κρατών-μελών της». Έτσι, τα «Πέντε Μάτια» μπορούν να κατασκοπεύουν προσωπικότητες όπως ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και η Γερμανίδα Καγκελάριος και ταυτοχρόνως να διεξάγουν μαζική παρακολούθηση των πολιτών τους.

Κατά τον ίδιο τρόπο, το 1948 οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο δημιούργησαν μια δεύτερη υπερεθνική μυστική υπηρεσία, την Υπηρεσία Ειδικών Σχεδίων (Office of Special Projects), η οποία είχε υπό την διοίκησή της το δίκτυο Στέι Μπιχάιντ (Stay-Behind) του ΝΑΤΟ, γνωστό με την ονομασία «Επιχείρηση Γκλάντιο» (Gladio).

Ο καθηγητής Ντανιέλ Γκάνσερ (Daniele Ganser) κατέδειξε ότι αυτή η Υπηρεσία είχε οργανώσει ένα αριθμό πραξικοπημάτων και τρομοκρατικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Εάν εν πρώτοις πιστεύουμε ότι η «στρατηγική της έντασης» αποσκοπούσε να εμποδίσει την πρόσβαση Κομμουνιστικών Κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία με δημοκρατικά μέσα, σύντομα κατέστη σαφές ότι αποσκοπούσε κυρίως να τροφοδοτήσει την φοβία για τον κομμουνισμό και έτσι να δικαιολογήσει την αγγλοσαξονική στρατιωτική προστασία. Νέα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα κατέδειξαν ότι αυτός ο μηχανισμός υφίσταται εκτός Ευρώπης και δραστηριοποιείται στον αραβικό κόσμο.

Τέλος, το 1982, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία δημιούργησαν μια τρίτη υπερεθνική μυστική υπηρεσία, της οποίας οι ψευδοΜΚΟ –το Εθνικό Κληροδότημα για την Δημοκρατία (National Endow-ment for Democracy) και οι τέσσερις θυγατρικές του (ACILS, CIPE, NDI και IRI) – αποτελούν την ορατή της πλευρά. Ειδικεύεται στην οργάνωση πραξικοπημάτων που παρουσιάζονται εντέχνως σαν «επαναστάσεις».

Μολονότι υπάρχει μια εντυπωσιακή ποσότητα εργογραφίας όσον αφορά αυτά τα τρία προγράμματα, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για τις υπερεθνικές μυστικές εταιρείες που τις ελέγχουν.

Η «ειδική σχέση»

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους δια του αποχωρισμού τους από την εξουσία του Στέμματος, συμφιλιώθηκαν με το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα (η Μεγάλη Επαναπροσέγγιση –The Great Rapprochement). Τα δύο κράτη συμμάχησαν εναντίον των Ισπανών στην Κούβα και στην συνέχεια για την εκμετάλλευση των αποικιακών τους εμπορικών σταθμών στην Κίνα –με άλλα λόγια όταν η Ουάσιγκτον ανακάλυψε την ιμπεριαλιστική της αποστολή. Το 1902 δημιουργήθηκε μια διατλαντική λέσχη προκειμένου να επικυρώσει την εκ νέου δημιουργηθείσα φιλία, η Εταιρεία των Προσκυνητών (Pilgrims Society). Η προεδρία της ανήκει κατά παράδοση στον Άγγλο μονάρχη.

Η συμφιλίωση επισφραγίσθηκε το 1917 με το κοινό σχέδιο για την δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο στο πλευρό του Ηνωμένου Βασιλείου. Έκτοτε τα δύο κράτη είχαν από κοινού στην διάθεσή τους διάφορα στρατιωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης αργότερα και της ατομικής βόμβας. Ωστόσο, όταν δημιουργήθηκε η Κοινοπολιτεία η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτήν θεωρώντας τον εαυτό της ίσο με το Λονδίνο.

Παρά τις μικροδιαφωνίες που ανέκυψαν κατά την διάρκεια των βρετανικών επιθέσεων στην Αίγυπτο (Διώρυγα του Σουέζ) ή κατά της Αργεντινής (πόλεμος των «Φώκλαντ») ή κατά την διάρκεια των αμερικανικών επιθέσεων στην Γρενάδα, οι δύο δυνάμεις προσφέρουν πάντοτε ισχυρή υποστήριξη η μία στην άλλη.

Το Στέμμα χρηματοδότησε την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 προβαίνοντας σε γενναίες εισφορές μέσω του Ιρακοβρετανού εμπόρου όπλων Nadhmi Auchi. Κατά την διάρκεια της πρώτης του θητείας ένας μεγάλος αριθμός των άμεσων συνεργατών του νέου Προέδρου ήσαν μυστικά μέλη της Εταιρείας των Προσκυνητών, του αμερικανικού τμήματος της οποίας προΐσταται ο Τίμοθι Γκάιτνερ (Timothy Geithner). Όμως ο Πρόεδρος Ομπάμα σταδιακώς απομακρύνθηκε από την ομάδα, δίδοντας στο Στέμμα την εντύπωση ότι δεν είχε πληρωθεί σε αντάλλαγμα. Τα πράγματα χειροτέρευσαν με τα αιχμηρά λόγια που δημοσίευσε το περιοδικό The Atlantic εναντίον του Ντέιβιντ Κάμερον , ενώ η επίσκεψη του ζεύγους Ομπάμα στην Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ για τα γενέθλιά της λίγα πράγματα κατάφερε για να γιατρέψει τις πληγές.

Η Κοινοπολιτεία

Με την αποδέσμευσή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την απομάκρυνσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει κατ’ ουδένα τρόπο απομονωθεί, αλλά μπορεί, για μια ακόμη φορά, να παίξει το μεγάλο του χαρτί: την Κοινοπολιτεία.

Έχει εντελώς παραβλεφθεί το ότι το 1936 ο Ουίνστον Τσώρτσιλ προώθησε την ιδέα της ενσωμάτωσης των σημερινών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοινοπολιτεία. Την πρότασή του εμπόδισε η άνοδος του κινδύνου και ο Παγκόσμιος Πόλεμος. Μονάχα μετά την συμμαχική νίκη ο Τσώρτσιλ προέβαλε την ιδέα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» και συγκάλεσε το Συνέδριο για το Ευρωπαϊκό Κίνημα στην Χάγη.

Η Κοινοπολιτεία είναι μια οργάνωση 53 κρατών-μελών, της οποίας η μόνη πολιτική θεμελιώνεται στις βασικές βρετανικές αξίες (φυλετική ισότητα, κυριαρχία του νόμου και ανθρώπινα δικαιώματα αντί «εθνικού συμφέροντος»). Παρ’ όλα αυτά, συνιστά στα μέλη της να αναπτύσσουν επιχειρηματικές και αθλητικές δραστηριότητες. Εκτός αυτού διαθέτει από κοινού εμπειρογνώμονες σε όλους τους τομείς.

Η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, η οποία είναι ο ανώτατος άρχων των 16 κρατών-μελών, είναι η επικεφαλής της Κοινοπολιτείας (που αποτελεί περισσότερο έναν αιρετό παρά κληρονομικό θεσμό).

Τι επιθυμούν οι Βρετανοί;

Από την σκοπιά του Λονδίνου οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτές που έχουν παραβιάσει την «ειδική σχέση» τους με το Ηνωμένο Βασίλειο ενδίδοντας στην αμετροέπεια (ύβρη) ενός μονοπολικού κόσμου και ασκώντας την δική τους εξωτερική και οικονομική πολιτική, και τούτο σε μια στιγμή κατά την οποία δεν είναι πλέον η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο ούτε η πρώτη συμβατική στρατιωτική δύναμη.

Από τούδε και στο εξής είναι προς το συμφέρον του Ηνωμένου Βασιλείου να πάψει «να τα ριψοκινδυνεύει όλα μαζί», να διατηρήσει τα κοινά εργαλεία που μοιράζεται με την Ουάσιγκτον, να στηριχθεί στην Κοινοπολιτεία και να δημιουργήσει σχέσεις με το Πεκίνο και την Μόσχα είτε ευθέως είτε διαμέσου του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO).

Συγκεκριμένα μάλιστα την ημέρα του Μπρέξιτ ο SCO έκανε δεκτή την προσχώρηση δύο μελών της Κοινοπολιτείας -της Ινδίας και του Πακιστάν- ενώ ουδέποτε πριν περιελάμβανε κράτη της Κοινοπολιτείας.

Παρ’ όλο που δεν γνωρίζουμε τίποτα σχετικά με τις επαφές που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη πραγματοποιήσει με την Ρωσία, θα πρέπει να σημειώσουμε την επαναπροσέγγισή του με την Κίνα.

Τον περασμένο Μάρτιο το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, το οποίο διαχειρίζεται τα χρηματιστήρια του Σίτυ και του Μιλάνου, αποκάλυψε το σχέδιό του να συγχωνευθεί με το Γερμανικό Χρηματιστήριο (Deutsche Börse), το οποίο διαχειρίζεται το Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, το Γραφείο Συμψηφισμών Clearstream και την αγορά Eurex. Είχε συμφωνηθεί οι δύο εταιρείες να αποφασίσουν για το όλο εγχείρημα αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το Μπρέξιτ. Το εκπληκτικό είναι ότι οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί τυπικώς απαγορεύουν ένα τέτοιο εγχείρημα, το οποίο ισοδυναμεί με την δημιουργία «δεσπόζουσας θέσης». Η απόφαση αυτή υποθέτει, επομένως, ότι οι δύο εταιρείες είχαν προβλέψει την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επιπλέον, το Χρηματιστήριο του Λονδίνου ανακοίνωσε μια συμφωνία με την κινεζική διεθνή τράπεζα ξένου συναλλάγματος και αγοράς ομολόγων (CFETS) και τον Ιούνιο έγινε το κυριότερο χρηματιστήριο στον κόσμο που βαθμολογεί τα κινεζικά κρατικά ομόλογα. Όλες οι προϋποθέσεις διαμορφώνονται για την μετατροπή του Σίτυ σε ένα κινεζικό Δούρειο Ίππο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος της κυριαρχίας των ΗΠΑ.