Μία από τις αρχές στις οποίες βασίζεται ο ΟΗΕ είναι ότι κάθε κράτος και κάθε λαός είναι ελεύθερος, ίσος και ανεξάρτητος. Είναι η μεγάλη διαφορά με την Κοινωνία των Εθνών που τον προηγήθηκε. Η τελευταία πάντοτε αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ισότητα των λαών έτσι ώστε να επιτρέψει να συνεχιστεί το σύστημα της αποικιοκρατίας.

Κάθε κράτος διαθέτει μια ψήφο ίση με αυτή των άλλων. Ως αποτέλεσμα, δεν ήταν δυνατό οι Ηνωμένες Πολιτείες να εντάξουν τα 50 ομοσπονδιακά κράτη τους στον ΟΗΕ, ούτε η ΕΣΣΔ να εντάξει τις 15 ηνωμένες δημοκρατίες της, αλλά μόνο τα δύο ομοσπονδιακά κράτη τους. Θα ήταν καταχρηστικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν 50 ψήφους και η ΕΣΣΔ 15 όταν οι άλλοι δεν έχουν μόνο παρά μία.

Ωστόσο, η Γαλλία και η Γερμανία, που πρέπει να αναλάβουν την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας αντίστοιχα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, μόλις ανακοίνωσαν ότι θα ασκήσουν μαζί την εντολή τους. Αυτό φαίνεται να συνεπάγεται, αλλά δεν είναι σαφές, ότι οι δύο αντιπροσωπείες θα έχουν την ίδια θέση σε όλα τα θέματα που θα προκύψουν. Η εξωτερική πολιτική των δύο κρατών δεν θα είναι πλέον ελεύθερη και ανεξάρτητη τη μία από την άλλη.

Καμία οργάνωση που βασίζεται στην ισότητα των μελών της δεν μπορεί να επιβιώσει με αυτό το είδος συνασπισμού.

Το ζήτημα αυτό τέθηκε ήδη, από το 1949 με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ. Τα κράτη μέλη δεσμευτήκαν να αντιδράσουν συλλογικά σε οποιαδήποτε επίθεση εναντίον τους ενός από αυτούς. Αλλά για να γίνει αυτό, αποδέχτηκαν μια μορφή οργάνωσης υπό την εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες εκτελούν συστηματικά τις σημαντικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Ανώτατου Διοικητή (αρχηγού του επιτελείου).

Την εποχή εκείνη η Σοβιετική Ένωση κατήγγειλε τη δημιουργία ενός μπλοκ στο οποίο τα κράτη μέλη δεν ήταν πλέον ελεύθερα και ανεξάρτητα. Ωστόσο, το ίδιο έπραξε η ίδια η ΕΣΣΔ, το 1968, με την εισβολή στη Τσεχοσλοβακία με το αιτιολογικό ότι τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από το κοινό δόγμα του κομμουνισμού.

Σήμερα, ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός δεν υφίσταται πια, αλλά εκείνος των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει σε ισχύ.

Ακριβώς για αυτό το λόγο, επειδή αντιτάχθηκε στο να βρεθούν οι γαλλικοί στρατοί κάτω από αμερικανική διοίκηση, ο πρόεδρος Charles De Gaulle αποχώρησε από την ολοκληρωμένη διοίκηση του ΝΑΤΟ ενώ παρέμεινε στη Βορειοατλαντική Συνθήκη. Αυτή η συνετή απόφαση καταργήθηκε από τον πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος επανεντάχτηκε στην ολοκληρωμένη διοίκηση το 2009.

Η Γαλλία ισχυρίζεται ότι η κοινή άσκηση της προεδρίας του Συμβουλίου Ασφαλείας με τη Γερμανία δεν σημαίνει ότι οι δύο χώρες προετοιμάζονται να συγχωνεύσουν την έδρα τους στον ΟΗΕ. Ωστόσο, είναι από της προεδρίας του Νικολά Σαρκοζί που το Quai d’Orsay και το Wilhelmstrasse (δηλαδή τα δύο γαλλικό και γερμανικό υπουργεία Εξωτερικών) άρχισαν να μειώνουν το προσωπικό τους και να εξουσιοδοτήσουν τις πρεσβείες τους να μοιράσουν διάφορες λειτουργίες.

Η προσέγγιση αυτή διακόπηκε από τους προέδρους Francois Hollande και Emmanuel Macron ενόψει μιας στρατιωτικής συμμαχίας με το Ηνωμένο Βασίλειο που είχε εξεταστεί από τον Jacques Chirac. Αλλά συνέχισε όταν φάνηκε ότι το Λονδίνο θα πραγματοποιήσει το Brexit και προετοιμαζόταν για νέες συμμαχίες.

Μια πιθανή συγχώνευση της γαλλικής και της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής θέτει διάφορα προβλήματα: πρώτον, είναι δυνατή μόνο εάν οι δύο στρατοί συγχωνευθούν, διαφορετικά δεν θα ήταν αξιόπιστη, ήταν ήδη η ιδέα του Alain Juppe το 1995. Στην περίπτωση αυτή, η Γερμανία θα έχει θέση συναπόφασης για τη γαλλική αποτρεπτική δύναμη. Αυτό είναι που οραματίστηκε το Bundestag το 2017 και είναι από τώρα και στο εξής η θέση του διευθυντή της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, Wolfgang Ischinger [1]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Εμανουέλ Μακρόν μίλησε για έναν ευρωπαϊκό στρατό με διαφορετικούς όρους από εκείνους του προτεινόμενου σχεδίου της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (1954), έτσι ώστε να μπορεί να οδηγήσει in fine σε μια συγχώνευση των γαλλο-γερμανικών στρατών. Δεύτερον, η ύπαρξη της ίδιας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής συνεπάγεται την επιδίωξη ίδιων συμφερόντων. Αυτό επιδιώκουν το Παρίσι και το Βερολίνο, αναπτύσσοντας ενωμένα στρατεύματα, νόμιμα στο Σαχέλ και παράνομα στη Συρία.

Αντί να δημιουργήσει ένα νέο κράτος, η γαλλο-γερμανική προσέγγιση θα επιβεβαιώσει την εξάρτηση της νέας οντότητας από την Ουάσινγκτον: σήμερα οι δύο στρατοί είναι μέλη της ολοκληρωμένης διοίκησης του ΝΑΤΟ και υπακούουν στον ίδιο Ανώτατο Διοικητή που διορίζεται από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξάλλου είναι μόνο εκείνος ο Κυρίαρχος που εξασφάλισε την ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Έτσι, όχι πριν από πολύ καιρό, οι ειδικές δυνάμεις της καθεμίας αγωνίζονταν κρυφά, οι πρώτη κατά της δεύτερης στη πρώην Γιουγκοσλαβία, στη σερβική πλευρά για τη πρώτη και στη κροατική πλευρά για τη δεύτερη. Η διαμάχη τερματίστηκε μόνο όταν η Ουάσιγκτον επέβαλε την άποψή της.

Επιθυμώντας να συνενώσουν μεσο-μακροπρόθεσμα τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι ηγέτες τους αγνοούν τις ανθρώπινες πραγματικότητες των χωρών τους.
Μπερδεύοντας τη συμφιλίωση των λαών τους, που πραγματοποίησαν οι προκάτοχοί τους, με τη προσέγγιση των συμφερόντων και του τρόπου σκέψης τους, σκοπεύουν να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα χωρίς να αναγκαστούν να ελέγχονται δημοκρατικά.
Κατά τα λοιπά, γιατί να μπερδευτούν με αυτές τις διαδικασίες, αφού κανείς δεν είναι κυρίαρχος;

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά

[1Ischinger sieht bei Bundeswehr „krassen Nachholbedarf“”, Michael Backfisch, Neue Ruhr Zeitung, 9 février 2019.