Ο κόσμος περιμένει τη σύναψη μιας συνολικής συμφωνίας μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης, με το γελοίο πρόσχημα του τερματισμού ενός στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος που δεν υπήρχε πια από το τέλος του πολέμου με το Ιράκ (1980-1988).

Μοιάζει να αφορά την προστασία του Ισραήλ με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, που ίσως υπογραφεί μετά τις ισραηλινές εκλογές στις 17 Μαρτίου, 2015. Η υποτιθέμενη ήττα του Νετανιάχου θα αποκαθιστούσε τους δεσμούς μεταξύ Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ και θα διευκόλυνε τη συμφωνία με την Τεχεράνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελίτ των ΗΠΑ προσπαθούν να συμφωνήσουν στη μελλοντική πολιτική τους, ενώ οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών ετοιμάζονται να ευθυγραμμιστούν με τη νέα πολιτική των ΗΠΑ.

Η αναζήτηση συναίνεσης στις ΗΠΑ

Μετά από δύο χρόνια ασυμβίβαστης πολιτικής, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να αναπτύξει μια συναίνεση σχετικά με το ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή».

 1. Στις 22 Οκτωβρίου 2014, η Rand Corporation κύρια δεξαμενή σκέψης (think tank) του στρατιωτικοβιομηχανικού λόμπι, άλλαζε τελείως τη θέση της. Μετά την εκστρατεία για την καταστροφή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας, βεβαίωνε ότι από τώρα και στο εξής, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ είναι η πτώση του προέδρου Άσαντ [1].

 2. Στις 14 Ιανουαρίου 2015, ο επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations, όμιλος των Αμερικανών ελίτ, Leslie Gleb, προειδοποιούσε κατά των διαιρέσεων μέσα στη κυβέρνηση Ομπάμα που απειλούν την εξουσία της στον κόσμο. Πρότεινε ένα είδος νέας «Επιτροπής Μπέικερ-Χάμιλτον» για να επανεξετάσει σε βάθος την Εξωτερική Πολιτική [2].

 3. Στις 24 Ιανουαρίου, η εφημερίδα New York Times δημοσίευσε στο κύριο άρθρο της την στροφή της Rand Corporation που καλούσε για πλήρη αλλαγή πολιτικής σε σχέση με τη Συρία [3].

 4. Στις 6 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση Ομπάμα κυκλοφόρησε το νέο στρατηγικό δόγμα της. Δεν επρόκειτο πλέον να εγγυηθεί η ασφάλεια του Ισραήλ καταστρέφοντας τη Συρία, αλλά δημιουργώντας μια περιφερειακή στρατιωτική συμμαχία με τις σιωνιστικές μουσουλμανικές μοναρχίες. Στην καλύτερη περίπτωση, το Ισλαμικό Εμιράτο ("Daesh") θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εμποδίσει τη Συρία να σηκώσει κεφάλι και να ξαναπαίξει ένα περιφερειακό πολιτικό ρόλο [4].

 5. Στις 10 Φεβρουαρίου, το National Security Network (NSN), μια δικομματική δεξαμενή σκέψης που προσπαθεί να εκλαϊκεύσει τη γεωπολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, δημοσίευσε μια έκθεση για τις επιλογές ενώπιον του Ισλαμικού Εμιράτου. Εξέταζε σαράντα γνώμες εμπειρογνωμόνων και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίο να «περιοριστεί και μετά να καταστραφεί» το Ισλαμικό Εμιράτο, πρώτα με τη βοήθεια του Ιράκ, και μετά της Συρίας του Μπασάρ ελ Άσαντ.
Το NSN, ιδρύθηκε από τον Ραντ Beers έναν πρώην σύμβουλο του Τζον Κέρι, σήμερα υφυπουργό της Εσωτερικής Ασφάλειας [5].

 6. Στις 11 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση Ομπάμα έφερε στο Κογκρέσο μια αίτηση για χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον του Ισλαμικού Εμιράτου και έτσι έστελνε στις καλένδες την ιδέα να ανατραπεί ο Πρόεδρος Άσαντ και να καταστραφεί η Συρία [6].

 7. Στις 23 Φεβρουαρίου, ο νέος Υπουργός Άμυνας Άστον Κάρτερ, συγκέντρωσε εμπειρογνώμονες για ένα δείπνο εργασίας. Πήρε τις συμβουλές τους για 5 ώρες χωρίς να αποκαλύψει τη δική του άποψη. Ο Α. Κάρτερ ήθελε να ελέγξει προσωπικά τη δουλειά του CSN. Ανάμεσα στους καλεσμένους βρίσκονταν εκτός από τον πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Συρία Robert S. Ford, η Clare Lockhart, γνωστή για τους δεσμούς της με τον κόσμο της χρηματοδότησης και ο πρόεδρος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κολούμπια, Steve Coll, για να αξιολογήσει τις πιθανές αντιδράσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης [7].

Τι άλλαξε στην περιοχή

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, έχουν μεταβληθεί διάφοροι παράγοντες.

 Η συριακή «μετριοπαθής αντιπολίτευση» έχει εξαφανιστεί εντελώς. Απορροφήθηκε από το Ισλαμικό Εμιράτο (Daesh). Στο σημείο που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκουν πλέον μαχητές να εκπαιδεύουν για να οικοδομήσουν μια «Νέα Συρία». Ο πρώην πρέσβης Robert S. Ford (σήμερα μισθωτός της δεξαμενής σκέψης AIPAC), ο οποίος είχε οργανώσει τις διαδηλώσεις του 2011 και υποστήριξε μέχρι τέλους αυτή τη «μέτρια αντιπολίτευση» άλλαξε επίσημα τη θέση του. Πιστεύει τώρα ότι η μόνη πραγματική αντιπολίτευση στη Συρία αποτελείται από τζιχαντιστές και θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να τους οπλίσουν περισσότερο [8].
Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι η ορολογία «μέτρια αντιπολίτευση» σήμαινε, όχι πολιτισμένους μαχητές, αλλά Σύρους έτοιμους να προδώσουν τη χώρα τους σε συμμαχία με το Ισραήλ. Δεν το έκρυβαν άλλωστε [9]. Από την αρχή, αυτή η αντιπολίτευση καθοδηγήθηκε de facto από μέλη της Αλ-Κάιντα (όπως ο Λίβυος Αμπντελχακίμ Belhaj, καθώς και ο ιρακινός Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι) που διέπραξε τις χειρότερες θηριωδίες (συμπεριλαμβανομένου και του κανιβαλισμού) [10] . Σήμερα, όλοι αυτοί οι ηγέτες είναι ηγέτες του Ισλαμικού Εμιράτου.

 Το Ισραήλ σταμάτησε στις 28 Ιαν. 2015 (απάντηση της Χεζμπολάχ στη δολοφονία αρκετών ηγετών στη Συρία) να υποστηρίζει οργανώσεις της τζιχάντ στη Συρία. Για τριάμισι χρόνια, το Τελ Αβίβ τους προμήθευε όπλα, νοσήλευε τους τραυματίες τους σε στρατιωτικά νοσοκομεία του, υποστήριζε τις επιχειρήσεις τους με την αεροπορία του –ενώ δήλωνε κάθε φορά ότι επρόκειτο για βομβαρδισμούς κατά της μεταφοράς όπλων προς τη λιβανική Χεζμπολάχ - Στην ουσία, τους είχε αναθέσει την ασφάλεια των συνόρων του στο Γκολάν, σε βάρος των δυνάμεων του ΟΗΕ.

 Ο νέος βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, Σαλμάν, έδιωξε τον πρίγκιπα Μπαντάρ στις 30 Ιανουαρίου 2015 και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να υποστηρίζει το Ισλαμικό Εμιράτο. Το Βασίλειο έπαψε έτσι να διαδραματίζει ρόλο στην χειραγώγηση της διεθνούς τρομοκρατίας, μια πράξη που του είχε ανατεθεί από τη CIA μετά την ιρανική ισλαμική επανάσταση του 1979 και ήταν για 35 χρόνια το κυριότερο χαρτί του.

 Παρομοίως, η Τουρκία φαίνεται επίσης να έχει σταματήσει να υποστηρίζει τους τζιχαντιστές μετά τις 6 Φεβρουάριου και τη παραίτηση του επικεφαλής της ΜΙΤ, των μυστικών υπηρεσιών της, Χακάν Φιντάν. Περεταίρω, τη νύκτα της 21-22ης Φεβρουαρίου, ο τουρκικός στρατός εισέβαλε παράνομα στη Συρία, περίπου τριάντα χιλιόμετρα, για να μεταφέρει τη τέφρα του Σουλεϊμάν Σαχ, παππού του ιδρυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της λειψανοθήκης που διαθέτει δυνάμει της Συνθήκης της Άγκυρας (1921). Παρά την εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης, ο τουρκικός στρατός δεν αντάλλαξε πυρά με το Ισλαμικό Εμιράτο που ελέγχει την περιοχή. Τα λείψανα του Σουλεϊμάν Σαχ δεν επαναπατρίστηκαν αλλά τοποθετηθήκαν λίγο πιο μακριά, πάντα σε συριακό έδαφος. Με τον τρόπο αυτό, η Τουρκία έδειξε ότι δεν προτίθεται να αναλάβει δράση εναντίον του Ισλαμικού Εμιράτου και ότι διατηρεί τις αντισυριακές φιλοδοξίες της.

Οι πιθανές επιλογές των ΗΠΑ

Έξι επιλογές συζητούνται στην Ουάσιγκτον:

 Να καταστραφεί το Ισλαμικό Εμιράτο και μετά η Συρία. Η άποψη αυτή είναι της εταιρείας Raytheon, της μεγαλύτερης παραγωγού πυραύλων στον κόσμο, και υποστηρίζεται από τον λομπίστα Στίβεν Χάντλεϊ, πρώην σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Τζορτζ Μπους. Πρόκειται για έναν πόλεμο χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εθνικά συμφέροντα. Αυτή η μαξιμαλιστική άποψη δεν υποστηρίζεται από κανέναν πολιτικό ηγέτη, αναφέρεται απλώς στα μέσα ενημέρωσης για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ του ευρύτερου δυνατού πόλεμου.

 Να βασιστούν οι ΗΠΑ στον ισλαμικό εμιράτο για να καταστραφεί η Συρία, κατά το πρότυπο των συμμαχιών κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Αυτή είναι η άποψη του προέδρου της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, Τζον Μακέιν, παρά την ανάμνηση της πτώσης της Σαϊγκόν το 1975. Ένα πλάνο εξαιρετικά δαπανηρό (20-30 δις. δολάρια το χρόνο για πολλά χρόνια) επικίνδυνο και αντιλαϊκό. Θα υπάρξει άμεση κινητοποίηση του Ιράν και της Ρωσίας και η σύγκρουση θα λάβει παγκόσμια διάσταση. Κανείς, ούτε ο ίδιος ο κ Μακέιν, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε ξεκινήσουν μια τέτοια επιχείρηση που θα ωφελούσε μόνο το κράτος του Ισραήλ.

 Να αποδυναμωθεί και να καταστραφεί το Ισλαμικό Εμιράτο, συντονίζοντας τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς με συμμαχικά χερσαία στρατεύματα στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων ομάδων της «μέτριας συριακής αντιπολίτευσης» (η οποία δεν υπάρχει πια). Στη συνέχεια, να χρησιμοποιηθούν αυτές οι ομάδες της αντιπολίτευσης (;) μόνο για να κρατηθεί η Συρία υπό πίεση.Αυτή είναι η σημερινή αντιτρομοκρατική θέση της κυβέρνησης Ομπάμα. Ο προϋπολογισμός της επιχείρησης εκτιμάται σε 4-9 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι δημιουργείται μια «μετριοπαθής συριακή αντιπολίτευση» παραμένει ασαφές πώς η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ θα εξαλείψει επιτυχώς το Ισλαμικό Εμιράτο (Daesh) όταν η ίδια δεν ήταν σε θέση να καταστρέψει τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, παρά τα ήδη 13 χρόνια πολέμου, για να μην αναφέρουμε τα παραδείγματα της Σομαλίας ή του σημερινού γαλλικού αδιέξοδου στο Μάλι.

 Να αποδυναμωθεί και να καταστραφεί το Ισλαμικό Εμιράτο, συντονίζοντας τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς με τα μόνο χερσαία φερέγγυα στρατεύματα που υπάρχουν στο έδαφος, ήτοι τους εθνικούς στρατούς της Συρίας και του Ιράκ. Αυτή είναι η πιο ενδιαφέρουσα επιλογή επειδή μπορεί να υποστηριχθεί τόσο από το Ιράν όσο και από τη Ρωσία. Θα έθετε πάλι τις ΗΠΑ σε παγκόσμια ηγετική θέση, όπως στη «Καταιγίδα της Ερήμου» εναντίον του Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν και θα νικούσε σίγουρα. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε την άμεση διακοπή των εκστρατειών δαιμονοποίησης της Συρίας, του Ιράν και της Ρωσίας. Η επιλογή αυτή υποστηρίζεται από το NSN και αντιστοιχεί σαφώς σ΄αυτό που θα ήθελε να κάνει η κυβέρνηση Ομπάμα.

 Να περιοριστεί το Ισλαμικό Εμιράτο και να φθαρεί σταδιακά μέχρι ένα αποδεκτό μέγεθος. Σε αυτή την επιλογή, η προτεραιότητα θα ήταν να προστατευτεί το Ιράκ, οι μεγάλες μάχες θα γίνονταν στη Συρία.

 Η πολιορκία. Δεν θα επρόκειτο πλέον να καταπολεμηθεί το Ισλαμικό Εμιράτο, αλλά να απομονωθεί για να αποφευχθεί η διάδοσή του. Σ’ αυτή τη περίπτωση θα εγκαταλειφτούν οι εγκλωβισμένοι πληθυσμοί και θα αφεθούν στην τύχη τους. Είναι η πιο οικονομική λύση, αλλά η λιγότερο έντιμη και υπερασπίζεται από τον Kenneth Pollack.

Συμπέρασμα

Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν εύκολα να προβλεφθεί το μέλλον: μέσα σε λίγους μήνες, ίσως ακόμη και ήδη από τα τέλη Μαρτίου, η Ουάσιγκτον και η Τεχεράνη θα καταλήξουν σε συνολική συμφωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ανανεώσουν την επαφή τους με τη Συρία, παρακολουθούμενες στενά από τα ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας.
Θα ανακαλυφθεί ότι ο πρόεδρος ελ-Άσαντ δεν είναι ούτε δικτάτορας, ούτε βασανιστής.

Ως εκ τούτου, ο πόλεμος κατά της Συρίας θα φτάσει στο τέλος του, ενώ οι κύριες τζιχαντιστικές δυνάμεις θα εξαλειφτούν από έναν πραγματικό διεθνή συνασπισμό.

Όταν όλα θα τελειώσουν, οι επιζώντες τζιχαντιστές θα αποστέλλονται από τη CIA στο ρωσικό Καύκασο η στο κινέζικο Xinjiang.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)

[1Alternative Futures for Syria. Regional Implications and Challenges for the United States, Andrew M. Liepman, Brian Nichiporuk, Jason Killmeyer, Rand Corporation, October 22, 2014.

[2This Is Obama’s Last Foreign Policy Chance”, Leslie Gelb, The Daily Beast, January 14, 2015.

[3Shifting Realities in Syria”, The Editorial Board, The New York Times Sunday Review, 24 janvier 2015.

[4National Security Strategy, White House, February 6, 2015.

[5Confronting the Islamic State. An Assessment of U.S. Strategic Options, Policy Report by J. Dana Stuster & Bill French, Foreword by Maj. Gen. Paul Eaton, National Security Network, February 10, 2015.

[7Ash Carter Seeks Fresh Eyes on Global Threats”, Dion Nissenbaum, Wall Street Journal, February 24, 2015.

[8Ex-Ambassador: CIA Wrong On Not Wanting To Arm Syrian Rebels”, Akbar Shahid Ahmed, The Huffington Post, October 22, 2014.

[9« Leader Sees New Syria, Without Iran Ties », Jay Solomon et Nourmalas, Wall Street Journal, 2 décembre 2011.

[10Abbou Sakkar, commandant d’une brigade de l’Armée syrienne libre mange le cœur et le foie d’un soldat syrien sur une vidéo qu’il diffuse en mai 2013. Sur les exactions de l’Armée syrienne libre dont la presse occidentale n’a jamais rendu compte, voir la conférence de la journaliste russe Anastasia Kopova.