Παρά το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση στη Ρωσία είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτή της Γαλλίας, οι Ρώσοι τηλεθεατές εγκωμίασαν την εκπομπή «απευθείας γραμμή με τον Βλαντιμίρ Πούτιν», ενώ οι Γάλλοι απέφυγαν την εκπομπή «Διάλογοι των πολιτών με τον Φρανσουά Ολάντ». Και τα δύο προγράμματα είχαν τηλεθέαση συγκρίσιμη με τα ποσοστά δημοφιλίας που διαθέτουν αυτές οι δύο προσωπικότητες. Για τον Τιερί Μεϊσάν (Thierry Meyssan), σε αντίθεση με τα Βουλγκάτα των συμβούλων επικοινωνίας, οι θεατές και οι ψηφοφόροι δεν τιμωρούν τους κακούς οικονομικούς δείκτες. Κρίνουν την ικανότητα των ηγετών τους να κυβερνούν τη χώρα ή απλά να την διαχειριστούν.
Στις 14 Απριλίου 2016, οι πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν και Φρανσουά Ολάντ απαντούσαν στην τηλεόραση, ο καθένας στη χώρα του, σε ερωτήσεις των συμπολιτών τους [1]. Και στις δύο περιπτώσεις, ήταν μια καθαρή άσκηση επικοινωνίας, καμία καινοτομία δεν αναμενόταν να ανακοινωθεί.
Μια ευρωπαϊκή διαμόρφωση (φορμάτ)
Κατ ’αρχάς, αυτό το είδος εμφανίσεων αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά δεν υπάρχει σε άλλες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αν ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δέχεται να απαντήσει σε ερωτήσεις πολιτών σε δημόσιες εκδηλώσεις, αυτό παραμένει μια εξαίρεση και δεν θα μπορούσε να οργανωθεί στη τηλεόραση για ολόκληρη βράδια. Για να δείξει την εγγύτητα του με τον λαό του, ο ίδιος προτιμά να φάει πίτσα οικογενειακά σε φαστ φουντ, περιβαλλόμενος από μια μυριάδα φωτογράφων. Μόλις εγκατασταθεί στο Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πρέπει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, ούτε στο Κογκρέσο (με εξαίρεση για τα εγκλήματα που δικαιολογούν την ανάκληση του) ούτε στους ψηφοφόρους του.
Αντίθετα, στην Ευρώπη, υπάρχει μια μακρά παράδοση επερώτησης του αρχηγού του κράτους. Ο τελευταίος δεν πρέπει να φοβάται την άμεση επαφή με το λαό. Έτσι, θα δούμε συχνά έναν Ευρωπαίο ηγέτη να κάνει βόλτα μέσα στο πλήθος, ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν ταξιδεύει παρά μόνο σε θωρακισμένο αυτοκίνητο, περιβαλλόμενος από πολλούς σωματοφύλακες.
Δύο σκηνοθεσίες
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε επιλέξει ένα μεγαλοπρεπές σκηνικό: μια μεγάλη αίθουσα με μεγάλο ακροατήριο, ένα πρόγραμμα διάρκειας 3 ωρών και 30 λεπτών (που διήρκησε 10 λεπτά περισσότερα).
Ο Φρανσουά Ολάντ επέλεξε, από τη πλευρά του, ένα λιγότερο επίσημο περιβάλλον, ένα μικρό χώρο με μόνο μερικούς πολίτες στο ακροατήριο, και ένα φορμάτ δύο φορές μικρότερο, 1ώρα και 30 λεπτά μόνο.
Και στις δύο περιπτώσεις, φυσικά, τα πρόσωπα που ήταν εξουσιοδοτημένα να μιλήσουν ήταν προσεκτικά επιλεγμένα. Την τελευταία στιγμή, δύο άτομα που είχαν προεπιλεγεί για να μιλήσουν στη France2 απορριφτήκαν με εντολή των Ηλυσίων.
Φαίνεται ότι ήθελαν να αποφευχθεί μια μορφή οργής και επιμονής.
Τελικά, μόνο τέσσερις πολίτες πήραν την άδεια να μιλήσουν.
Η επιλογή από το 1TV και το Κρεμλίνο ήταν πιο απλή, ακόμη και αν οι ομιλητές ήταν πολύ περισσότεροι, στο βαθμό που οι Ρώσοι πολίτες ακολουθούσαν γρήγορα το έναν από τον άλλον γρήγορα στο μικρόφωνο και συνεπώς πολύ πιο περιορισμένη η εμφάνιση τους πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρόεδρο τους.
Το ρωσικό στούντιο δεχόταν τηλεθεατές που έφεραν από την επαρχία με το πρόσχημα να παρακολουθήσουν μια παράσταση, αλλά που αγνοούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα συμμετάσχουν σε απ’ ευθείας σύνδεση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν . Αυτή η διαδικασία χαλάρωσε σημαντικά τη δουλειά των υπηρεσιών ασφαλείας. Επιπλέον, ο δίαυλος είχε προσκαλέσει πολλές γνωστές προσωπικότητες της επιστήμης και της οικονομίας. Τέλος, ο Ρώσος πρόεδρος είχε καλέσει τους υπουργούς και στρατηγούς του να ενταχθούν μέσα στο κοινό όπως συνηθίζεται κατά τη διάρκεια μιας επίσημης συνέντευξης Τύπου. Αντίθετα, το γαλλικό κοινό αποτελούταν μόνο από ανώνυμους· ο Φρανσουά Ολάντ έχει επιλέξει να εμφανιστεί ως απλός πολίτης.
Δύο πρόεδροι αντιμέτωποι με κακά οικονομικά αποτελέσματα
Οι δύο πρόεδροι παρουσιάστηκαν ενώπιον των συμπολιτών τους με κακό οικονομικό απολογισμό. Η Ρωσία υποφέρει από σοβαρή ύφεση (πάνω από 4%), ενώ η Γαλλία συνεχίζει την αργή εκβιομηχάνιση της και την αύξηση της ανεργίας. Το διεθνές περιβάλλον, ειδικά οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου, είναι δυστυχώς δυσμενές για την εξαγωγική Ρωσία, αλλά είναι ένα τυχερό όφελος για τη γεωργία και την εισαγωγική γαλλική βιομηχανία. Ωστόσο, ο Πούτιν ήταν σε επίθεση, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του ήταν σε άμυνα.
Ωστόσο, οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι η ύφεση προκλήθηκε σκόπιμα από τις δυτικές κυρώσεις, ενώ οι Γάλλοι παρατηρούν την καλή οικονομική απόδοση των εταίρων τους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δύο διαφορετικοί τρόποι απάντησης στις ερωτήσεις
Ο Πούτιν απάντησε στις ερωτήσεις, διευκρινίζοντας τις θέσεις τους. Όταν του υποβαλλόταν μια περίπτωση αδικίας, υποσχέθηκε να φροντίσει προσωπικά, γεγονός που έκανε από την επόμενη μέρα. Αλλά δεν απάντησε ποτέ αναφερόμενος στη δημιουργία κοινωνικών παροχών ή για το ποσό των τελευταίων· ένα θέμα που αφήνει στους υπουργούς του. Συνέλαβε τον ρόλο του ως εκείνο ενός διευθυντή ο οποίος εκθέτει τις συνέπειες των διαφόρων επιλογών στη διάθεσή του, και στη συνέχεια αποφασίσει τι του φαίνεται καλύτερο.
Αντίθετα, ο πρόεδρος Ολάντ απάντησε στις ερωτήσεις απαριθμώντας τα διάφορα μέτρα που έχουν ληφθεί στον ίδιο τομέα από την κυβέρνηση του. Επρόκειτο γι ’αυτόν να αποδείξει ότι λειτουργεί αποτελεσματικά αναφερόμενος σε πληθώρα επιχορηγήσεων και πιστώσεων, που δημιουργήθηκαν ή τροποποιήθηκαν. Αλλά ποτέ δεν απάντησε αναφέροντας στρατηγικές επιλογές που θα πρέπει να αποφασιστούν. Έβλεπε το ρόλο του ως αναδιανομέα, χωρίς να συμμετέχει στην πορεία των γεγονότων, αλλά διορθώνοντας τις ανισότητες που παράγει.
Με τον τρόπο αυτό, ο Φρανσουά Ολάντ παραιτήθηκε από το λειτούργημα του και μείωσε τον εαυτό του στο επίπεδο του διευθυντού μιας κεντρικής διοίκησης. Δεν ήταν πλέον ηγέτης, αλλά ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος που εφαρμόζει μια πολιτική.
Σε εγχώριο επίπεδο, ο πρόεδρος Πούτιν υπογράμμισε τη σημασία των διαφόρων κομμάτων ως συντελεστές που συμβάλουν στην υπεράσπιση διαφορετικών γνωμών, τελικά συμπληρωματικών και όλων χρήσιμων για τη χώρα. Έτσι, εμφανίστηκε σαν να κάνει σύνθεση υπεράνω των κομμάτων. Δεν μίλησε ούτε μια στιγμή για τις προσωπικές του φιλοδοξίες.
Επιλέγοντας να συζητήσει με δύο πολίτες που παρουσιάστηκαν ως αντίπαλους -έναν ψηφοφόρο του Εθνικού Μετώπου και έναν συμμετέχοντα στο κίνημα Nuit debout-, ο πρόεδρος Ολάντ έριξε τον εαυτό του στη κομματική αρένα. Ακόμα κι αν προσπάθησε να εμφανιστεί ως υπερασπιστής των δημοκρατικών θεσμών παρά ως υποψήφιος της αριστεράς. Αυτή η μέθοδος είχε ως σκοπό να μπει στην επόμενη προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία επιθυμεί να εξασφαλίσει την ίδια τη δική του διαδοχή. Ως τόσο, επιλέγοντας έναν ψηφοφόρο του ΕΜ που έλεγε ότι ψηφίζει αυτό το συνδυασμό από θυμό, φάνηκε να δώσει μια παλιά μάχη. Πράγματι, σήμερα, η ψήφος υπέρ του Εθνικού Μετώπου δεν είναι πλέον μια έκφραση διαμαρτυρίας, αλλά η ένταξη σε ένα πρόγραμμα.
Για να δείξουν την εγγύτητά τους, οι δύο πρόεδροι είχαν πολύ διαφορετικές στρατηγικές.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έδωσε το λόγο σε παιδιά. Ένας από αυτούς τον ρώτησε αν έτρωγε χυλό για πρωινό και αν τα γούστα του είχαν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Εκείνος απάντησε με ευγένεια, δείχνοντας ότι παραμένει στη διάθεση όλων.
Ο Φρανσουά Ολάντ επέλεξε να δείξει τα συναισθήματά του, αναφέροντας την ανακοίνωση που του είχε γίνει πριν από λίγες ημέρες για το θάνατο τριών νεαρών στρατιωτών σε μια αποστολή. Και πάλι ήταν έξω από το προεδρικό λειτούργημα, καθώς ένας αρχηγός κράτους δεν πρέπει να δικαιολογήσει τη θέση που έλαβε η χώρα του μέσω ενός προσωπικού συναισθήματος. Κανείς δεν κατανόησε τη σύγχυση του: αν οι εν λόγω στρατιώτες θυσιάστηκαν για το έθνος, θα έπρεπε να τους γιορτάσει με υπερηφάνεια ως ήρωες. Έπρεπε μήπως να καταλάβουμε ότι τους είχε στείλει για να πεθάνουν για κάτι άλλο, και ότι νιώθε ένοχος;
Ένα ζήτημα αρχής
Τελικά, το μήνυμα των δύο ανδρών ήταν ριζικά διαφορετικό.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έδειξε διαθέσιμος. Όταν ένας πολίτης τον ρωτά μια ερώτηση που ήδη είχε απαντήσει, ζητά από τους δημοσιογράφους να τον αφήσουν να συνεχίσει και διευκρινίζει ότι δεν ήρθε με το ρολόι του στο χέρι, παίρνοντας το χρόνο για τον καθέναν.
Ο Φρανσουά Ολάντ ετοίμαζε τη διαδοχή του. Ερχόταν, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, νε «λογοδοτεί» στους ψηφοφόρους για να μπορέσει να τους ζητήσει πάλι τη ψήφο τους. Δεν σκεπτόταν σαν πρόεδρο περιγράφοντας τις επιλογές που είναι διαθέσιμες για τη χώρα, αλλά βρισκόταν ουσιαστικά στη θέση ενός ικέτη που επιδιώκει να αποδείξει την καλή του πίστη.
Περίπου το 60% των Ρώσων τηλεθεατών παρακολούθησαν, επί 3 ώρες και 40 λεπτά, το μαραθώνιο του προέδρου Πούτιν. Λιγότερο από το 15% των Γάλλων τηλεθεατών ενδιαφέρθηκαν για 1 ώρα και 30 λεπτά για τη προεκλογική εκστρατεία του Φρανσουά Ολάντ. Τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν χονδρικά στην υποστήριξη που οι δύο άνδρες διαθέτουν στη χώρα τους· μια υποστήριξη που δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική κατάσταση, αλλά μόνο βασισμένη στη φυσική τους επιβολή, στο τρόπο με το οποίο κατανοούν το λειτούργημα τους.
[1] « Прямая линия с Владимиром Путиным » (αγγλική έκδοση Εδώ); « "Dialogues citoyens" avec François Hollande » («Διάλογοι των Πολιτών με τον Φρανσουά Ολάντ »), Réseau Voltaire, 14 Απριλίου 2016.