Είναι της μόδας στη Δύση να συζητηθεί «η συμβατότητα του ισλάμ με τη δημοκρατία» ή περί «Ισλάμ και κοσμικού Κράτους». Οι προβληματισμοί αυτοί αφήνουν να εννοηθεί ότι το ισλάμ είναι εγγενώς κληρικαλιστικό. Δεν είναι θρησκεία, αλλά ένα πολιτικό ρεύμα.
Συνεπώς, οι πιο «ριζοσπαστικοί» Μουσουλμάνοι είναι τρομοκράτες και αντιστρόφως.
Ωστόσο, εδώ και ένας μήνας, η ευρύτερη Μέση Ανατολή, με πλειοψηφία του μουσουλμανικού πληθυσμού, είναι στο δρόμο για να διαχωρίσει τους πιστούς αυτής της θρησκείας και από τους υποστηρικτές μιας πολιτικής που τους χειραγωγεί.
Μερικοί από τους αναγνώστες μας έχουν παρανοήσει μια προηγούμενη στήλη μας σχετικά με την εξέλιξη του μουσουλμανικού κόσμου. Θα ξεκαθαρίσω τα ζητήματα που σχετίζονται με το ισλάμ πριν περιγράψω όσο το δυνατόν ακριβέστερα την τρέχουσα κατάσταση του.
Κατ ’αρχάς, αν έχετε μια απόλυτη ιδέα για το ισλάμ, είναι επειδή δεν γνωρίζετε παρά μια από τις μορφές του, όπως η θρησκεία αυτή είναι διαφορετική από το Μαρόκο στην Σινγιάνγκ. Είτε λειτουργικά είτε νομικά, δεν υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο ισλάμ στο Σαρτζάχ και του ισλάμ στην Ιάβα.
Αυτή η θρησκεία μπορεί να προσεγγιστεί από τη γραμματική ερμηνεία του Κορανίου ή από συμφραζόμενη ανάγνωση ή ακόμα από μια κριτική της γνησιότητας του σημερινού κορανικού κείμενου.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων αιώνων του ισλάμ, όλοι οι μουσουλμάνοι συμφωνούσαν για την ανάγκη να ερμηνευτεί το Κοράνι, γεγονός το οποίο εξελίχτηκε με τη δημιουργία τεσσάρων διαφορετικών νομικών συστημάτων (χαναφικό, μαλικιτό, σαφιιτικό, χανμπαλικό), ανάλογα με τις τοπικές κουλτούρες. Αλλά στο τέλος του δέκατου αιώνα, σημειώνοντας την επέκταση αυτής της θρησκείας και φοβούμενος τη διαίρεση της, ο σουνίτης χαλίφης απαγόρευσε να προχωρήσει η ερμηνεία περαιτέρω. Μόνο οι σιίτες τη συνέχισαν. Από τότε, το ισλάμ αναπροσαρμόζεται όπως μπορεί στα αιτήματα της εποχής του.
Σε αντίθεση με τα φαινόμενα, αν αρνηθεί κανείς να ερμηνεύσει το κείμενο, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε όπως γράφτηκε, αλλά μόνο μέσα από τη δική του κουλτούρα.
Γνωρίζοντας ότι ο Μωάμεθ έζησε στην Αραβία, οι Σαουδάραβες θεωρούν δεδομένο ότι κατανοούν αυθόρμητα την έννοια του Κορανίου σαν η κοινωνία και η γλώσσα τους να μην έχουν προχωρήσει εδώ και 1.400 χρόνια. Για εκείνους, όπως στο δέκατο όγδοο αιώνα για τον Μοχάμεντ Μπεν Αμπντέλ Ουαχάμπ, ο Μωάμεθ ενίσχυσε τις αξίες των νομαδικών φυλών. Πρόκειται για τους «Ουαχαμπίτες».
Για παράδειγμα, το Κοράνι καταδικάζει τα είδωλα, επομένως οι Γουαχαμπίτες κατέστρεψαν τα αγάλματα των αρχαίων θεών, πράξη που δεν την έκανε ποτέ ο Μωάμεθ αλλά που ταιριάζει με το πολιτισμό των Βεδουίνων. Στον όγδοο αιώνα, οι βυζαντινοί χριστιανοί αντιμετώπισαν ομοίως τους «εικονοκλαστικούς» Σαουδάραβες οι οποίοι κατάστρεφαν στο όνομα του Χριστού τις διακοσμήσεις των εκκλησιών.
Ο νομαδικός φυλετισμός δεν γνωρίζει την έννοια της ίδιας της Ιστορίας. Οι Γουαχαμπίτες κατάστρεψαν το σπίτι του προφήτη στη Μέκκα, επειδή είχε γίνει τόπος προσκυνήματος, συνεπώς ειδωλολατρίας κατά τη γνώμη τους. Αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Κατέστρεψαν τα τελευταία χρόνια όλη την αρχαία και όμορφη πόλη της Μέκκας, επειδή δεν αποδίδουν πολιτισμικά κανένα ενδιαφέρον για αυτά τα παλιά.
Αν κάποιος αναφέρεται στη γραμματική ανάγνωση, είναι «φονταμενταλιστής». Σε γενικές γραμμές σημαίνει να ζεις σαν τους συντρόφους του προφήτη. Είναι τότε ένας «σαλαφιστής», επειδή προσπαθεί να προσεγγίσει τους πιστούς πρόγονους (οι «Σαλάφ»). Το κίνημα αυτό, που γεννήθηκε το δέκατο ένατο αιώνα στην Αίγυπτο, δημιουργήθηκε ως αντίδραση στον Ουαχαμπιτισμό και ήταν εξαιρετικά φιλελεύθερο. Ωστόσο, έγινε πολύ καταπιεστικό.
Για παράδειγμα, η πλειοψηφία των σημερινών σαλαφιστών απαγορεύει την κατανάλωση αλκοόλ, αλλά μερικοί σεΐχηδες λένε αντίθετα ότι είναι νόμιμο να πίνεις με μέτρο. Όλοι βρίσκουν τα επιχειρήματά τους στο Κοράνι που περιέχει τρία φαινομενικά αντιφατικά κεφάλαια για το θέμα αυτό.
Όλες οι θρησκείες είναι αντιμέτωπες με αυτή την αδυναμία της αναπαραγωγής ενός παρελθόντος που κανείς δεν μπορεί να ανασυντάξει. Για παράδειγμα, στον εικοστό αιώνα, το χαρισματικό κίνημα στους χριστιανούς έχει οδηγήσει σε αντίθετες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα ανάλογα αν βασίζονται απευθείας στα Ευαγγέλια ή στην ηθική των επιστολών του Παύλου.
Τα τελευταία χρόνια, υπό την επίδραση του έργου Ευρωπαίων ερμηνευτών για τη σύνταξη των βιβλικών κείμενων, ορισμένοι συγγραφείς αμφισβητούν την αυθεντικότητα του κορανικού κειμένου.
Πρώτα, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του, ο χαλίφης της Δαμασκού διέταξε την αντιπαραβολή κειμένων που αποδίδονται στον Μωάμεθ από τα οποία σχημάτισε το Κοράνι , στη συνέχεια διέταξε να καούν όλες τις άλλες ανθολογίες. Ωστόσο, η λέξη «Μοχάμεντ» δεν ορίζει ένα συγκεκριμένο άτομο, είναι τίτλος που δόθηκε στους σοφούς. Επομένως, είναι πιθανό ότι το Κοράνι αναπαραγάγει τα λόγια μερικών προφητών, γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη παρουσία διαφόρων λογοτεχνικών στυλ στο κανονικό κείμενο.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν κορανικά κείμενα παλιότερα από την κανονική έκδοση. Υπάρχουν διαφορές, ενίοτε σημαντικές, μεταξύ αυτών των κειμένων που γράφτηκαν με διαφορετικά αλφάβητα. Επιπλέον, το κανονικό Κοράνι γράφτηκε με μια απλοποιημένη αλφάβητο που ολοκληρώθηκε αργότερα, στον όγδοο αιώνα. Αυτή η μεταγραφή είναι η ίδια μια ερμηνεία και είναι πιθανό ότι ήταν μερικές φορές λάθος.
Προφανώς, κάποιες σούρες του Κορανίου επαναλαμβάνουν παλαιότερα κείμενα που χρησιμοποιούνταν από τους χριστιανούς της περιοχής. Δεν γράφτηκαν στα αραβικά, αλλά στα αραμαϊκά και κάποιες αρχικές λέξεις διατηρήθηκαν στο τελικό κείμενο. Η σύγχρονη ανάγνωση τους υπόκειται σε πολλές παρεξηγήσεις. Έτσι –και ας μην αρέσει στα καμικάζια του Νταές που ελπίζουν ανταμοιβή στο παράδεισο- η λέξη «Ουρί» σημαίνει «λευκά σταφύλια» και όχι «παρθένες με τα μεγάλα μάτια».
Μέχρι εκεί, τα πράγματα είναι αρκετά απλά: το ισλάμ είναι η θρησκεία του Κορανίου.
Ωστόσο, η παράδοση δίνει σχεδόν την ίδια σημασία στο χρυσό θρύλο του Προφήτη, τα Χαντίθ. Πρόκειται για βιβλία που γράφτηκαν συχνά εκατοντάδες χρόνια αργότερα από ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να είναι μάρτυρες των γεγονότων που αναφέρουν. Και αυτά είναι πολύ περισσότερα από ό, τι μπορεί να συμβεί σε μια ζωή. Απεικονίζουν πολύ διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις. Μερικές χειρίστου πνευματικού επίπεδου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν ό τι να είναι. Η αδικαιολόγητη χορηγούμενη πίστωση σε αυτά τα ευφάνταστα κείμενα παραμόρφωσε βαθιά τη μετάδοση του κορανικού μηνύματος.
Στην πράξη, όλες αυτές οι συζητήσεις κρύβουν μια, που είναι βασική: αν η θρησκεία είναι αυτό που προσπαθεί να συνδέσει τον άνθρωπο με τον Θεό, είναι κατ ’ανάγκη ο τόπος όλων των απατών. Διότι, πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τον Θεό αν είναι από μια φύση ριζικά διαφορετική και ανώτερη από τη δική μας; Και, αν υποτεθεί ότι Εκείνος εκφράστηκε σε προφήτες, πώς μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι καταλάβουμε τι φέρεται να μας έχει πει; Σημειώστε ότι, σε αυτή την προοπτική, το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού -δηλαδή μιας υψηλότερης συνείδησης από τη δική μας- δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Είναι π.χ. αυτό που υποστήριζαν στους χριστιανούς ο άγιος Γρηγόριος της Ναζιανζού και ο Αγίος Φραγκίσκος της Ασίζης.
Πάντα, σε αυτή τη προοπτική, οι άνθρωποι που επιδιώκουν να προσεγγίζουν τον Θεό -δηλαδή όχι να εφαρμόσουν το Νόμο Του, αλλά να αλλάξουν την ανθρώπινη φύση για να τη κάνει πιο συνειδητή- τείνουν να μοιραστούν την εμπειρία τους και ως εκ τούτου να σχηματίσουν Εκκλησίες. Για να λειτουργήσουν, οι τελευταίες τείνουν να εκπαιδεύσουν μόνιμους, ιερείς ή ιμάμηδες. Στο Χριστιανισμό η λειτουργία αυτή εμφανίστηκε μόνο από τον τρίτο αιώνα, ήτοι πολλές γενιές μετά το θάνατο του Ιησού. Σε όλες τις θρησκείες, αυτοί οι κληρικοί τείνουν τελικά να απολαύουν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των κοσμικών και του Θεού. Ωστόσο, κανένας από τους ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών δεν έχει ο ίδιος δημιουργήσει ούτε εκκλησία, ούτε κληρικούς.
Ακριβώς όπως η Ευρώπη βίωσε ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω με τις μεγάλες επιδρομές που κατέστρεψαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (οι Ούννοι και οι Γότθοι), ομοίως και ο μουσουλμανικός κόσμος γνώρισε μια επιστροφή προς τα πίσω με τις εισβολές των Μογγόλων (Τζένγκις Χαν και Ταμερλάνος). Αν και αυτό το τραύμα δεν κράτησε παρά μόνο τρεις αιώνες στην Ευρώπη, επεκτάθηκε τεχνητά στον αραβικό κόσμο από την οθωμανική και την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Παρότι αυτό δεν έχει να κάνει με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε με αυτήν του Ισλάμ, υπάρχουν κληρικοί που ισχυρίζονται ότι αυτές οι οπισθοδρομήσεις είναι συνέπεια της αμαρτίας που γενικεύτηκε. Για να επιστρέψουμε στην χρυσή εποχή, αρκεί να ακολουθήσουμε την διδασκαλία τους και όχι να ανοικοδομήσουμε.
Αμείλικτα, κληρικοί μπαίνουν στη πολιτική και επιδιώκουν να επιβάλουν το όραμά τους στο όνομα του Θεού. Επομένως, υπάρχει μια αντιπαλότητα μεταξύ εκείνων και των κοσμικών. Έτσι, στη Γαλλία μόλις ξεπεράστηκε το τραύμα των μεγάλων εισβολών, αν και «ελέω Θεού», η κοσμική βασιλεία ήρθε σε σύγκρουση με το κληρικό παπισμό.
Στον αραβικό κόσμο, ο οποίος δεν είναι παρά μια μειονότητα στον μουσουλμανικό κόσμο, αυτή η σύγκρουση προέκυψε με την αποαποικιοκρατία και τα κινήματα ανεξαρτησίας.
Οι εθνικιστές ηγέτες (Νάσερ, Μπεν Μπάρκα) συγκρούστηκαν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι πρώτοι υποστηρίχθηκαν από τους Σοβιετικούς και οι δεύτεροι από το ΝΑΤΟ. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης εξασθένησε το εθνικιστικό στρατόπεδο και είχε ως αποτέλεσμα ένα ισλαμιστικό κύμα. Περαιτέρω, η «Αραβική Άνοιξη» ήταν μια επιχείρηση του ΝΑΤΟ για τη μόνιμη εξάλειψη των εθνικιστών υπέρ των Αδελφών Μουσουλμάνων. Τα πλήθη που υποστήριξαν αυτά τα κινήματα δεν επιδίωκαν να εγκαταστήσουν δημοκρατίες. Αντίθετα, ήταν πεπεισμένα ότι η εγκατάσταση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην εξουσία, θα δημιουργούσε μια ιδανική κοινωνία και μια νέα ισλαμική Χρυσή Εποχή. Από τότε, απογοητεύτηκαν.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και οι τζιχαντιστικές οργανώσεις τους, η Αλ Κάιντα και το Νταές δεν είναι ριζοσπαστικοί μουσουλμάνοι όπως αρέσκεται να υποστηρίζει η Δύση. Πρόκειται για πολιτικά κινήματα και όχι θρησκευτικά. Το γεγονός ότι παραθέτουν όλη την ημέρα αποσπάσματα του Κορανίου δεν τους κάνει θρησκευτικούς. Δεν είναι παρά μόνο κληρικαλιστές.
Η αλλαγή στάσης κατά της «Αραβικής Άνοιξης» ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2013, στην Αίγυπτο, όπου 33 εκατομμύρια πολίτες διαδήλωσαν για πέντε ημέρες κατά της δικτατορίας του Αδελφού Μοχάμεντ Μόρσι και για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης από το στρατό. Το σύνολο -χωρίς εξαίρεση- των πολιτικών κομμάτων και των θρησκευτικών οργανώσεων ενώθηκε γύρω από το στρατό εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων, δηλαδή υπέρ του κοσμικού κράτους και κατά της κληρικοφροσύνης.
Στους μήνες που ακολούθησαν, ο αρχηγός του στρατού, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ο οποίος φιλοδοξούσε να εκλεγεί πρόεδρος, έστειλε στη Σαουδική Αραβία έγγραφα που είχαν κατασχεθεί στην έδρα των Αδελφών. Επιβεβαίωναν ότι μέλη της Αδελφότητας προετοίμαζαν την ανατροπή των Σαούντ από το Κατάρ. Η απάντηση του Ριάντ δεν άργησε να έρθει: σύλληψη μερικών μελών της Αδελφότητας στη Σαουδική Αραβία, τρομοκρατικές επιθέσεις στο Κατάρ και υποστήριξη άνευ όρων για την εκλογή του στρατηγού αλ-Σίσι.
Η κατάσταση των Σαούντ ήταν ακόμη πιο περίπλοκη δεδομένου ότι
• δεν συμμετείχε όλη η Αδελφότητα στη συνομωσία·
• από το 1961, ήταν οι ίδιοι χορηγοί της Αδελφότητας, μέσω της Παγκόσμιας Ισλαμικής Λίγκας (World Islamic League)·
• και ότι το καθεστώς τους βασιζόταν στον Ουαχαμπιτισμό, επομένως κληρικαλιστικό όπως και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι.
Οι Σαούντ έδωσαν εν λευκώ άδεια στους Ναγιέφ να καταστείλουν τους πραξικοπηματίες και να αποκαταστήσουν τη τάξη. Ενεργήσαν όπως το έκαναν το 1990 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των σουρουριστών. Εκείνη την εποχή, ο ηγέτης των Αδελφών Μουσουλμάνων, Μοχάμεντ Σουρούρ είχε καταφέρει να πείσει τους Σαουδάραβες Ουαχαμπίτες να πάρουν την εξουσία. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να νικηθεί η εξέγερση [1].
Αυτό το παρελθόν επανεμφανίστηκε όταν το Μάιο 2017 ήρθε στο Ριάντ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για διατάζει τις μουσουλμανικές δυνάμεις να τερματίσουν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Οι Σαούντ αποφάσισαν αυτή τη φορά να αντιδράσουν όχι μόνο με το να διακόψουν κάθε επαφή με την Αδελφότητα, αλλά εγκαταλείποντας το πολιτικό ισλάμ.
Να γίνει κατανοητό: το γεγονός να ασπαστούν τη πλευρά της εκκοσμίκευσης δεν αλλάζει σε τίποτα από το να είναι φονταμενταλιστές, σαλαφιστές. Η μοναρχία του βασιλιά Σαλμάν βρίσκεται στην ίδια θέση με τη γαλλική μοναρχία του Φιλίππου Δ’ του Ωραίου. Για να συνοδεύσει αυτή την αποφασιστική αλλαγή, το οικογενειακό συμβούλιο των Σαούντ συμφώνησε με 31 ψήφους έναντι 4 να προετοιμάσει την παραίτηση του βασιλιά Σαλμάν, να τερματίσει τον αδελφικό κανόνα της διαδοχής του θρόνου, να παρακάμψει δύο γενιές και να ορίσει τον πρίγκιπα Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν ως τον επόμενο βασιλιά του.
Από τη πλευρά τους, το Κατάρ και η Αδελφότητα προσέγγισαν αμέσως την Τουρκία και το Πακιστάν. Προπαντός, έκαναν συμμαχία με το Ιράν, του οποίου εξακολουθούν να πολεμήσουν τους Φρουρούς της Επανάστασης στα πεδία της μάχης στη Συρία και τη Υεμένη, αλλά του οποίου η κυβέρνηση του Σεΐχη Ροχάνι μοιράζει τη κληρικαλιστική αντίληψή τους για το ισλάμ.
Αυτή η αντιστροφή του Ιράν τονίζει την αντίθεση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας του και της στρατιωτικής εξουσίας του. Βασίζεται στο σύμφωνο μεταξύ του Χασάν αλ-Μπάνα, ιδρυτή της πρώτης Μουσουλμανικής Αδελφότητας, και του νεαρού Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ένα σύμφωνο σύμφωνα με το οποίο οι Αδελφοί δεν θα ξεκινούσαν θρησκευτικό πόλεμο μεταξύ σουνιτών και σιιτών, μια δέσμευση που γκρεμίστηκε από το Νταές. Πιο σημαντικό, επικαλείται τις ασάφειες της Επανάστασης του 1979, ταυτόχρονα κοσμικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και διαδικασία κληρικαλιστικής ταυτότητας, και για την εξέλιξη της λειτουργίας του Οδηγού Αλί Χαμενεΐ, ταυτόχρονα ηγέτης της Παγκόσμιας Επανάστασης και τοπικός πολιτικός για τις ισορροπίες μεταξύ των φατρίων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δεκατρείς απαιτήσεις από τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο προς το Κατάρ, είναι ελάχιστο πιθανό ότι η σύγκρουση μεταξύ κοσμικών και κληρικαλιστικών θα επιλυθεί σύντομα. Το ερώτημα είναι αν η Δύση θα καταλάβει τι παίζεται στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή». Εκείνοι που παρουσίαζαν τον πρόεδρο Αχμαντινετζάντ ως κληρικαλιστικό, εκείνοι σύμφωνα με τους οποίους ο Αδελφός Μόρσι δεν είχε στήσει τις εκλογές και ανατράπηκε με πραξικόπημα· εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Λιβύη και η Συρία δεν δέχτηκαν επίθεση από το εξωτερικό, αλλά ήταν το θέατρο μιας δημοκρατικής επανάστασης. Με τη επιμονή στα ψεύδη, χάνεις επαφή με την πραγματικότητα.
[1] Υπό αυτές τις συνθήκες, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, πρίγκιπας Τουρκί, διείσδυσε τον πράκτορα του Ουσάμα Μπιν Λάντεν προς το Σουδάν