«Σήμερα ριζώθηκε στην κοινωνία μας - και με αποτρόπαιο τρόπο, μέσω εξαιρετικά ενοχικών πολιτικών λόγων - την ιδέα ότι δεν είμαστε πλέον σε δημοκρατία, ότι έχει επικρατήσει κάποια μορφή δικτατορίας. Αλλά πηγαίνετε στη δικτατορία! Μια δικτατορία είναι ένα καθεστώς όπου ένα άτομο ή μια φατρία αποφασίζει τους νόμους. Μια δικτατορία είναι ένα καθεστώς όπου δεν αλλάζουν ποτέ οι ηγέτες. Αν η Γαλλία είναι τέτοια, δοκιμάστε τη δικτατορία και θα δείτε!» - Εμανουέλ Μακρόν, 24 Ιανουαρίου 2020.

Σε μερικές ηπείρους, 48 λαοί ξεσηκώνονται αυτή τη στιγμή κατά των κυβερνήσεών τους. Ένα κίνημα τέτοιου μεγέθους δεν παρατηρήθηκε ποτέ σε πλανητική κλίμακα. Μετά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης, βιώνουμε μια αμφισβήτηση των πολιτικών συστημάτων και φανταζόμαστε την εμφάνιση νέων μορφών διακυβέρνησης.

Η "υπεροχή" της δημοκρατίας

Ο 19ος και ο 20ος αιώνας είδαν ταυτόχρονα τον θρίαμβο της προσφυγής στις εκλογές και τη διεύρυνση των εκλογικών σωμάτων (οι ελεύθεροι άνδρες, οι φτωχοί, οι γυναίκες, οι εθνοτικές μειονότητες κλπ.).
Η ανάπτυξη της μεσαίας τάξης έδωσε χρόνο σε περισσότερους ανθρώπους να ενδιαφέρονται για τη πολιτική. Ενθάρρυνε τις συζητήσεις και συνέβαλε στην άμβλυνση των κοινωνικών ηθών.

Τα αναδυόμενα μέσα επικοινωνίας έδωσαν σε εκείνους που το ήθελαν την ευκαιρία να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή. Δεν είναι για να ανταποκριθούμε σε κοινωνικούς αγώνες που εκλέγουμε πρόεδρους, είναι επειδή μπορούμε να το κάνουμε σήμερα.
Προηγουμένως, προτιμούνταν οι αυτόματες διαδοχές, γενικά κληρονομικές, αλλά όχι πάντα. Ήταν πράγματι αδύνατο για όλους να ενημερωθούν για τις δημόσιες υποθέσεις (res publica) και να μεταδίδουν γρήγορα τη γνώμη τους.

Βλακωδώς εξομοιώσαμε τον κοινωνικό μετασχηματισμό των κοινωνιών και αυτή τη τεχνική πρόοδο με μια επιλογή καθεστώτος: τη δημοκρατία. Ωστόσο, η τελευταία δεν είναι νόμος, αλλά μια νοοτροπία, ένα ιδανικό: «η κυβέρνηση του λαού, από τον λαό και για τον λαό», σύμφωνα με τον Αβραάμ Λίνκολν.

Συνειδητοποιήσαμε γρήγορα ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν είναι καλύτεροι από τους άλλους. Αυξάνουν τον αριθμό των προνομιούχων, αλλά εν τέλει, αφήνουν τη πλειοψηφία να εκμεταλλεύεται τη μειονότητα. Έτσι, σχεδιάσαμε όλα τα είδη των νόμων για να βελτιώσουμε αυτό το σύστημα. Αφομοιώσαμε το διαχωρισμό των εξουσιών και τη προστασία των μειονοτήτων.

Ωστόσο, το δημοκρατικό μοντέλο δεν λειτουργεί πλέον. Πολλοί πολίτες παρατηρούν ότι η γνώμη τους δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη. Αυτό δεν προέρχεται από τους θεσμούς οι οποίοι δεν έχουν αλλάξει κατά βάθος, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται.

Περαιτέρω, αφού πειστήκαμε με τον Winston Churchill ότι «η δημοκρατία είναι ένα κακό σύστημα, αλλά είναι το λιγότερο κακό από όλα τα συστήματα», συνειδητοποιούμε ότι κάθε πολιτικό καθεστώς πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες των πολιτών που είναι διαφορετικές ανάλογα με την ιστορία, τη κουλτούρα τους, ότι είναι καλό εδώ δεν θα είναι καλό εκεί, ούτε σε άλλη εποχή.

Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για το λεξιλόγιο της πολιτικής. Η έννοια των λέξεων αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Συχνά εισάγονται με καλές προθέσεις και διεστραμμένες με κακές προθέσεις. Μπερδεύουμε τις ιδέες μας με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να τις εκφράσουμε, αλλά που άλλοι χρησιμοποιούν για να τις προδώσουν. Θα διευκρινίσω σε αυτό το κείμενο τι εννοώ με τις πιο σημαντικές.

Πρέπει να θέσουμε ξανά το ζήτημα της διακυβέρνησής μας. Όχι με τη μόδα του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος αντιπαραθέτει τη «δημοκρατία» στη «δικτατορία» έτσι ώστε να κλείσει τον προβληματισμό πριν ακόμα να ξεκινήσει. Αυτές οι δύο λέξεις καλύπτουν πραγματικότητες διαφορετικής τάξης. Η δημοκρατία ορίζει ένα καθεστώς στο οποίο συμμετέχει ο μεγαλύτερος αριθμός. Αντιτίθεται στην ολιγαρχία όπου η εξουσία ασκείται μόνο από ορισμένους. Αντιθέτως, αν δεν μιλάμε πλέον για τον αριθμό των ατόμων που εμπλέκονται στην απόφαση, αλλά για τον τρόπο πώς λαμβάνεται, η δικτατορία ορίζει ένα καθεστώς όπου ο αρχηγός, ένας στρατιωτικός διοικητής, μπορεί να χρειαστεί να λάβει την απόφασή του χωρίς συζήτηση. Αντιτίθεται στον κοινοβουλευτισμό.

Η νομιμότητα της Δημοκρατίας (Republic)

Πρώτα απ ’όλα, πρέπει να θέσουμε το ζήτημα της νομιμότητας, δηλαδή τους λόγους για τους οποίους αναγνωρίζουμε την κυβέρνηση, έπειτα το κράτος, ως χρήσιμη στο σημείο που αποδεχόμαστε την εξουσία τους.

Υπακούμε σε μια κυβέρνηση που πιστεύουμε ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Είναι η ιδέα της "δημοκρατίας" με τη ρωμαϊκή έννοια (res publica). Έτσι, οι βασιλείς της Γαλλίας έκτισαν υπομονετικά την ιδέα του «γενικού συμφέροντος» στην οποία οι Άγγλο-Σαξονες αντιτεθήκαν από του 17ου αιώνα και με το πείραμα του Oliver Cromwell.
Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι μόνες χώρες όπου λέγεται ότι δεν υπάρχει γενικό συμφέρον, αλλά μόνο ένα άθροισμα - όσο το δυνατόν υψηλότερο - ανόμοιων και αντιφατικών συμφερόντων .

Οι Βρετανοί υποπτεύονται a priori κάθε άτομο που αναφέρεται στο γενικό συμφέρον να θέλει να αποκαταστήσει το αιματηρό ρεπουμπλικανικό καθεστώς του Oliver Cromwell. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν ότι κάθε ομόσπονδο κράτος να είναι δημοκρατικό (δηλαδή ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του τοπικού πληθυσμού), αλλά προπαντός όχι το ομοσπονδιακό κράτος – με το οποίο είναι επιφυλακτικές – επειδή, πιστεύουν, δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα όλων των συνιστωσών αυτού του έθνους μεταναστών). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας υποψήφιος πρόεδρος στις ΗΠΑ δεν παρουσιάζει ένα πρόγραμμα που να ορίζει το όραμά του για την κοινωνία όπως στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά έναν κατάλογο ομάδων συμφερόντων που τον υποστηρίζουν.

Ο τρόπος σκέψης των αγγλοσαξωνών μου φαίνεται περίεργη, αλλά είναι δική τους. Θα συνεχίσω τον προβληματισμό μου με τους λαούς που αποδέχονται την ιδέα του γενικού συμφέροντος. Για αυτούς, όλα τα πολιτικά καθεστώτα είναι αποδεκτά, υπό την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, γεγονός το οποίο δυστυχώς γενικά δεν συμβαίνει πλέον στις δημοκρατίες μας. Το πρόβλημα είναι ότι κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτή την υπηρεσία. Πρόκειται για πρακτική, τίποτα περισσότερο.

Η ρεπουμπλικανική αρετή

Τίθεται τότε το ζήτημα των ιδιοτήτων που απαιτούνται για την ορθή λειτουργία ενός πολιτικού καθεστώτος, δημοκρατικού ή όχι. Ήδη από τον 16ο αιώνα, ο Μακιαβέλι είχε απαντήσει σε αυτό το ζήτημα με την εκφώνηση της αρχής της «αρετής». Με τον όρο «αρετή» δεν πρέπει κατ ’ουδένα τρόπο να κατανοήσουμε μια ηθική, όποια και αν είναι, αλλά μια μορφή αφιλοκέρδειας που μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με το γενικό συμφέρον χωρίς να επιδιώξουμε να αντλήσουμε προσωπικά οφέλη από αυτό, μια ιδιότητα της οποίας φαίνεται να στερείται σήμερα σχεδόν το σύνολο του δυτικού πολιτικού προσωπικού.

Ο Μακιαβέλι αναφέρεται συχνά ως ο στοχαστής της πονηρίας στην πολιτική και περιγράφεται ως χειραγωγός. Βεβαίως, δεν ήταν αφελής, αλλά ένας άνθρωπος που δίδασκε στον πρίγκιπα τόσο πώς να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να νικήσει τους εχθρούς του και πώς να μην καταχραστεί την εξουσία του.

Δεν γνωρίζουμε πώς να αναπτυχθεί η αρετή, αλλά ξέρουμε το τι την εξαφανίζει: δεν έχουμε σεβασμό παρά μόνο για όσους έχουν χρήματα, δεν έχουμε πλέον κανένα σεβασμό για όσους αφιερώνουν τον εαυτό τους προς το γενικό συμφέρον. Ακόμα χειρότερα, όταν βρούμε ένα πρόσωπο που είναι αφιερωμένο στο γενικό συμφέρον, πιστεύουμε εκ των προτέρων ότι είναι πλούσιο. Ωστόσο, εάν θυμόμαστε ενάρετες πολιτικές προσωπικότητες, γνωρίζουμε ότι ήταν πλούσιες μόνο αν είχαν κληρονομήσει μια περιουσία ή έκαναν χρήματα πριν εισέλθουν στην πολιτική, γενικά δεν ήταν επομένως πλούσιες .
Οι εργασίες του Gene Sharp και το πείραμα των έγχρωμων επαναστάσεων μας δείχνουν ότι, ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς που μας κυβερνά, έχουμε πάντα τους ηγέτες που μας αξίζουν. Κανένα καθεστώς δεν μπορεί να διαρκέσει χωρίς την έγκριση του λαού του.

Ως εκ τούτου, είμαστε συλλογικά υπεύθυνοι για την έλλειψη αρετής των ηγετών μας. Περισσότερο από το να αλλάξουμε τους θεσμούς μας, πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και να μην κρίνουμε τους άλλους ανάλογα με το πάχος του πορτοφολιού τους, αλλά πρώτα από την αρετή τους.

Η επαναστατική αδελφότητα

Πλέον από την αρετή, η Γαλλική Επανάσταση πρόσθεσε την αδελφότητα. Και πάλι, αυτό δεν επρόκειτο για ηθικό ή θρησκευτικό ζήτημα, ούτε για κοινωνική βοήθεια, αλλά για την αδελφότητα των όπλων των στρατιωτών του έτους II. Προσφέρθηκαν εθελοντικά να σώσουν τη χώρα από την εισβολή των Πρώσων, αντιμετώπιζαν έναν επαγγελματικό στρατό. Μεταξύ τους, δεν έκαναν πλέον διαφορά μεταξύ αριστοκρατίας και Τρίτησ τάξης, συνειδητοποιώντας το ιδανικό της ισότητας. Και ήταν νικηφόροι.

Ο ύμνος τους, η Μασσαλιώτιδα (La Marseillaise) , έγινε τόσο αυτός της Γαλλικής Δημοκρατίας όσο και της Σοβιετικής Επανάστασης στις αρχές της (πριν από το γκουλάγκ). Το ρεφρέν της είναι σήμερα παρερμηνευμένο:

Στα όπλα πολίτες
Σχηματίστε τα τάγματά σας
Προελάστε, προελάστε
Αφήστε το μολυσμένο αίμα
Να ποτίσει τα αυλάκια στα χωράφια μας

Ερμηνεύεται λανθασμένα σαν να επρόκειτο να ποτίσουμε τα αυλάκια των χωραφιών μας με το αίμα των εχθρών μας. Αλλά το αίμα των στρατιωτών του τυράννου δεν μπορεί παρά μόνο να δηλητηριάσει τη γη μας. Στη φαντασίωση της εποχής, το «μολυσμένο αίμα» του Λαού αντιτίθεται στο «γαλάζιο αίμα» των αξιωματικών της Πρωσικής Αυτοκρατορίας. Είναι η εξύψωση της υπέρτατης θυσίας που δημιουργεί την αδελφότητα των όπλων των Επαναστατών.

Η αδελφότητα των όπλων του λαού αντιστοιχεί στην αρετή των ηγετών. Οι δύο απαντούν η μία στην άλλη.

Και τώρα;

Ζούμε σήμερα μια περίοδο που θυμίζει αυτή της Γαλλικής Επανάστασης: η κοινωνία χωρίζεται και πάλι σε τάξεις. Αφενός μεν, οι ηγέτες που επιλέχθηκαν από τη γέννησή τους, μετά, κληρικοί που διανέμουν την κοινωνική τους ηθική μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και αφετέρου δε, μια Τρίτη τάξη (Τiers état) που απωθείται με δακρυγόνα και ΕΑΣ (Εκτοξευτές Αμυντικών Σφαιρών). Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πεθάνουμε αυτή τη στιγμή για την πατρίδα απέναντι στα συμφέροντα που αντιπροσωπεύονται από μια χιλιάδα επιχειρηματιών που συναντώνται στο Νταβός.

Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι, λίγο πολύ παντού, αναζητούν νέες μορφές διακυβέρνησης, σύμφωνα με την ιστορία και τις προσδοκίες τους.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)