Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κυπριακή χρηματοπιστωτική κρίση δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Για πρώτη φορά, βάλθηκαν ιδρυτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το ρήγμα ανοίγει μια διαδικασία πολιτικής αποσύνθεσης η οποία θα είναι δύσκολο να σταματήσει. Για τον Τιερί Μεϊσάν, πρόκειται για μια επιλογή της Ουάσιγκτον, ήτοι να ευνοήσει την σύλληψη κεφαλαίων προκειμένου να επιλύσει τη δική της οικονομική κρίση, αντί να συντηρήσει μια δομημένη πολιτική οργάνωση της ζώνης επιρροής της.
Η Ουάσιγκτον έσπευσε να χρησιμοποιήσει την κυπριακή οικονομική κρίση για να εφαρμόσει την στρατηγική της σύλληψης κεφαλαίων που περιέγραψα πριν από τρεις εβδομάδες σε αυτή τη στήλη [1].
Με τη βοήθεια της διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Αμερικανίδας Κριστίν Λαγκάρντ, αμφισβήτησαν το απαραβίαστο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προσπάθησαν να κατασχέσουν το ένα δέκατο των τραπεζικών καταθέσεων, δήθεν για να διασωθεί η κυπριακή εθνική τράπεζα που επηρεάζεται από την ελληνική κρίση.
Είναι αυτονόητο ότι ο ανακοινωμένος σκοπός δεν είναι παρά προσχηματικός, διότι μακριά από την επίλυση του προβλήματος, αυτή η κατάσχεση, αν επρόκειτο να εφαρμοστεί, δεν θα μπορούσε παρά μόνο να την επιταχύνει. Απειλούμενα, τα επιμένοντα κεφάλαια θα εγκατέλειπαν το νησί προκαλώντας την κατάρρευση της οικονομίας του.
Η μόνη πραγματική λύση θα ήταν να ακυρώσει τα χρέη, προβλέποντας τα έσοδα της εκμετάλλευσης του κυπριακού φυσικού αερίου. Θα ήταν τόσο πιο λογικό όσο αυτό το φθηνό φυσικό αέριο θα ενίσχυε την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά η Ουάσιγκτον αποφάσισε αλλιώς. Οι Ευρωπαίοι καλούνται να συνεχίσουν να αγοράζουν την ενέργειά τους σε υψηλές τιμές από τη Μέση Ανατολή, ενώ αυτό το φθηνό φυσικό αέριο προορίζεται να τροφοδοτήσει την ισραηλινή οικονομία.
Για να αποκρυφτεί ο αποφασιστικός ρόλος της Ουάσιγκτον, αυτή η τραπεζική ληστεία δεν παρουσιάζεται ως απαίτηση του ΔΝΤ, αλλά ως απαίτηση μιας τρόικα, που συμπεριλαμβάνει την ΕΕ και την ΕΚΤ. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάσχεση αντικαταστήσει μια υποτίμηση που είναι αδύνατη λόγω της ένταξης στη ζώνη του ευρώ. Εκτός από το ότι στη περίπτωση της Κύπρου, η υποτίμηση δεν είναι μια πολιτική της Λευκωσίας, αλλά ένα τελεσίγραφο από τον επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi, πρώην διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος της Goldman Sachs, η οποία είναι ακριβώς ο κύριος πιστωτής της Κύπρου.
Η κ. Lagarde, η πρώην νομική σύμβουλος του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ, δεν προσπαθεί να υπονομεύσει την Κύπρο, αλλά να σπείρει πανικό στα κεφάλαια που σταθμεύονται στην Ευρώπη και να τα καθοδηγήσει στη Wall Street για να αναζωογονήσουν το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Γιατί να τα βάλει με αυτό το νησί; Επειδή είναι ένα από τα λίγα φορολογικά καταφύγια που παραμένουν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επειδή οι καταθέσεις είναι κυρίως ρωσικές.
Γιατί να το κάνει τώρα; Επειδή οι Κύπριοι έκαναν το λάθος να εκλέξουν νέο πρόεδρο τον Αμερικανό Νίκο Αναστασιάδη.
Ακολούθησαν έτσι τα βήματα των Ελλαδιτών που, θύματα της ίδιας αμερικανικής αυταπάτης, είχαν εκλέξει ως πρωθυπουργό τον Αμερικανό Γεώργιο Παπανδρέου.
Αυτό το μικρο-μαγείρεμα στράφηκε όμως άσχημα. Το κυπριακό κοινοβούλιο απέρριψε ομόφωνα την δημευτική φορολόγηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Και εδώ υπάρχει ένα φαινομενικό παράδοξο.
Η φιλελεύθερη κυβέρνηση ήθελε να κρατικοποιήσει το ένα δέκατο των κεφαλαίων, ενώ το κομμουνιστικό Κοινοβούλιο υπερασπίζεται την ιδιωτική περιουσία. Είναι επειδή αυτή η εθνικοποίηση δεν θα γινόταν προς όφελος της εθνικής κοινότητας, αλλά υπέρ του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι φιλικές συμβουλές έγιναν ως εκ τούτου απειλές.
Μιλάνε να αποκλειστεί η Κύπρος από τη ζώνη του ευρώ, αν οι εκπρόσωποι του λαού επιμείνουν στην άρνησή τους.
Και όμως, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο.
Οι συνθήκες σχεδιαστήκαν έτσι ώστε η ζώνη του ευρώ αποτελεί ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Δεν είναι δυνατόν να φύγεις από μόνος του, ούτε να σε αποκλείσουν, εκτός αν φύγεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή, η οποία δεν είχε προβλεφτεί από τους νονούς της νύχτας, φοβίζει τη Ουάσιγκτον.
Αν το νησί έβγαινε εκτός Ένωσης, θα το αγόραζε η Μόσχα για δέκα δισεκατομμύρια δολάρια.
Θα ήταν το χειρότερο παράδειγμα: ένα κράτος της Δύσης να ενωθεί με τη ρωσική σφαίρα επιρροής, σε αντίθεση με ό, τι έχουμε ζήσει από την πτώση της ΕΣΣΔ. Είναι σίγουρο ότι θα ακλούθησαν τα άλλα βαλκανικά κράτη, αρχής γενομένης από την Ελλάδα.
Για την Ουάσιγκτον, αυτό το καταστροφολογικό σενάριο πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος.
Πριν από λίγους μήνες, ήταν αρκετά το State Department να βήξει ελαφρά για να παραιτηθεί η Αθήνα της πώλησης του ενεργειακού τομέα της στη Μόσχα.
Αυτή τη φορά, όλα τα μέσα, ακόμα και τα πιο αντιδημοκρατικά, θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των Κυπρίων, εάν αντισταθούν.
Η Ρωσία προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν παραμέλησε τις συμφέρουσες προσφορές επενδύσεων που έγιναν από την κυβέρνηση Αναστασιάδη.
Ο λόγος είναι ότι δεν προτίθεται να σώσει τους Ρώσους ολιγάρχες που είχαν κρύψει τα χρήματά τους στο νησί, ούτε την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τους βοηθήσε στην οργάνωση της φοροδιαφυγής τους.
Πίσω από τη σκηνή, διαπραγματεύτηκε μια μυστική συμφωνία με την Άνγκελα Μέρκελ που θα πρέπει να επιτρέψει μια οικονομική λύση για την κρίση, αλλά η οποία θα πρέπει επίσης να οδηγήσει σε μια ευρεία αναθεώρηση των ευρωπαϊκών κανόνων.
Παρεμπιπτόντως, ο Τσάρος μάζεψε εκπληκτικές πληροφορίες για τις ρωσικές επενδύσεις στο νησί κατά τη διάρκεια της εποχής Μεντβέντεφ, πληροφορίες που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως επιπλέον μέσο πίεσης κατά του ασυνεπούς πρωθυπουργού του.
[1] « L’OTAN économique, solution à la crise aux États-Unis », par Thierry Meyssan, Al-Watan (Syrie) , Réseau Voltaire, 3 mars 2013.