Ως συνήθως, οι νικητές του ΝΑΤΟ ξαναγράφουν την ιστορία.
Και έτσι, η Λιβύη δεν ήταν ποτέ Κράτος, και ο Μουαμάρ ελ Καντάφι ήταν ένας αιμοδιψής δικτάτορας.
Στην πραγματικότητα, η Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρία είχε δημιουργηθεί με το μοντέλο των ουτοπικών σοσιαλιστών του δέκατου ένατου αιώνα, των οποίων ο Καντάφι ήταν μεγάλος θαυμαστής. Ήταν λοιπόν, ένα Κράτος που δυστυχώς αποδείχτηκε ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό που του επιτέθηκε.
Δεν είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος του 2011 διέλυσε το Λιβυκό κράτος.
Μας το εξήγησε ο Επίτιμος Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, Γιώργος Ναπολιτάνο, στην ομιλία του στη Γερουσία: «Θεωρώ ότι, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπήρξε ποτέ Κράτος στη Λιβύη».
Πριν από λίγους μήνες, ο ίδιος είχε περιγράψει τη Λιβύη σαν «αποτυχημένο κράτος» (Failed State, κατηγορία που δημιουργήθηκε από το αμερικανικό «Ταμείο για την Ειρήνη»).
Αλλά τώρα το ξανασκέφτηκε: «Το να μιλήσει κανείς σήμερα για αποτυχημένο κράτος εμένα μου προκαλεί αμηχανία: η άσκηση της αυταρχικής και προσωπικής διακυβέρνησης του Προέδρου Καντάφι με βάση ένα σύστημα ισορροπίας στο πλήθος των φυλών, δεν ήταν Κράτος».
Στη νότια ακτή της Μεσογείου, δεν υπήρχε λοιπόν ένα Κράτος, η Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία, που γεννήθηκε το 1969, μετά από 30 χρόνια ιταλικής αποικιοκρατίας και σχεδόν 20 χρόνια μιας μοναρχίας Σούκουμπους της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ. Ένα κράτος που μετά την κατάργηση της μοναρχίας το 1970 είχε κλείσει τις αμερικανικές και βρετανικές στρατιωτικές βάσεις και εθνικοποίησε τις ιδιοκτησίες της British Petroleum, ένα κράτος που -σύμφωνα με τη Παγκόσμια Τράπεζα το 2010- είχε «υψηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης», εξασφαλίζοντας (παρά τις διαφορές) το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Αφρική και παρείχε εργασία σε περίπου δύο εκατομμύρια Αφρικανούς μετανάστες, που κατέγραφε «ισχυρούς δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης» συμπεριλαμβανομένης της καθολικής πρόσβασης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και του 46% σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Ένα κράτος που είχε καταστήσει δυνατή, μέσω των επενδύσεων του, τη γέννηση οργανισμών που θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει την οικονομική ανεξαρτησία της Αφρικής: της Αφρικανικής Τράπεζας Επενδύσεων (στη Λιβύη), της Αφρικανικής Κεντρικής Τράπεζας (στη Νιγηρία), του Νομισματικού Ταμείου της Αφρικής (στο Καμερούν).
Με το επαναγράψιμο της ιστορίας, ολ’ αυτό σβήνεται και η Λιβύη του 1969-2011 αναπαρίσταται ως μη-κράτος, ένα «πλήθος φυλών» (ορισμός με την αποικιακή σφραγίδα) που κρατιούνταν ενωμένες από την εξουσία του Καντάφι. Εξουσία που ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα των ιστορικών σταδίων που πέρασε η Λιβύη, αλλά που είχε χαλαρώσει και αποκεντρωθεί, ανοίγοντας την προοπτική της περαιτέρω εξέλιξης της Λιβύης κοινωνίας.
Η Λιβύη, μετά την ανάκληση του εμπάργκο του 2004 είχε επανακτήσει μια θέση στο διεθνές επίπεδο.
Τον Απρίλιο του 2009, στην Ουάσιγκτον, η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον έσφιγγε θερμά το χέρι του γιου του Καντάφι, δηλώνοντας ότι ήθελε να «εμβαθύνει και να διευρύνει τη συνεργασία τους». Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, η ίδια η Κλίντον ξεκινούσε την διεθνή εκστρατεία κατά του Καντάφι, προετοιμάζοντας τον πόλεμο.
Τώρα αντίθετα, στα πλαίσια της μάχης για τις επερχόμενες προεδρικές, οι σκελετοί βγαίνουν από το ντουλάπι: τεκμηριωμένα στοιχεία (που δημοσιεύθηκαν από τηνWashington Times και που εξετάζονται από την επιτροπή ερευνάς του Κογκρέσου για τη δολοφονία του πρέσβη των ΗΠΑ στη Βεγγάζη το 2012) δείχνουν ότι η Χίλαρι Κλίντον ήταν αυτή που ώθησε την κυβέρνηση Ομπάμα στον πόλεμο κατά της Λιβύης «με ψευδείς αιτιάσεις και αγνοώντας τις συμβουλές των στρατιωτικών διοικητών».
Ενώ η Κλίντον κατηγορούσε τον Καντάφι για γενοκτονία, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών υποδείκνυαν μέσω των εσωτερικών εκθέσεων τους ότι «ο Καντάφι είχε διατάξει να μην επιτεθούν στους αμάχους, αλλά να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους ένοπλους αντάρτες».
Ανακαλύπτουμε επίσης μια έκθεση που στάλθηκε το 2011 από τις αρχές της Λιβύης σε μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, που τεκμηριώνουν την προμήθεια όπλων στους Λίβυους τζιχαντιστές από το Κατάρ με την «άδεια του ΝΑΤΟ».
Εκείνη την εποχή ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο δήλωνε ότι «δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος για την αιματηρή αντίδραση του Καντάφι», η Ιταλία προσκολλούσε στο «σχέδιο δράσης του συνασπισμού υπό τη καθοδήγηση του ΝΑΤΟ».