Ο θάνατος του Μουαμάρ αλ-Καντάφι έγινε δεκτός με έκρηξη χαράς και αγαλλίασης από τις δυτικές κυβερνήσεις αντί από το Λιβυκό λαό. Για τον Thierry Meyssan, αυτή η από στρατιωτικής άποψης περιττή δολοφονία δεν διαπράχτηκε από την αυτοκρατορία μόνο για το παραδειγματισμό, αλλά και για να διαλύσει την λιβυκή φυλετική κοινωνία.
Την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011, κατά τις 13 η ώρα και 30 GMT, το Λιβυκό Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (ΛΕΜΣ) ανακοίνωσε το θάνατο του Μουαμάρ αλ Καντάφι. Αν και συγκεχυμένα, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι ένα κομβόι αυτοκινήτων προσπάθησε να φύγει από την πολιορκημένη Σύρτη, μπλοκαρίστηκε και καταστράφηκε μερικώς από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ. Ορισμένοι επιζώντες θα προσπαθήσουν να βρούν καταφύγιο σε σωλήνες υπονόμου. Ο Καντάφι, τραυματισμένος, συνελήφθη από την ταξιαρχία Τίγρης της φυλής των Μισράτα η οποία τον λυντσάρισε.
Το σώμα του «Οδηγού» της «Μεγάλης Αραβικής Τζαμαϊριγίας» δεν κρατήθηκε στη γενέτειρά του Σύρτη, ούτε μεταφέρθηκε στη Τρίπολη, αλλά οδηγήθηκε ως τρόπαιο από τους Μισράτα στην ομώνυμη πόλη.
Η φυλή των Μισράτα, η οποία ταλαντεύτηκε πολύ καιρό να επιλέξει τη πλευρά που θα πολεμήσει και σχεδόν απούσα από το ΛΕΜΣ, θα επενδύσει τελικά στη Τρίπολη μετά τους βομβαρδισμούς της από το ΝΑΤΟ, και θα λυντσάρει τον Μουαμάρ ελ Καντάφι μετά τον βομβαρδισμό της πομπής του από το ΝΑΤΟ. Θα μεταφέρει ακόμη και τη σωρό του στην πόλη τους για να γιορτάσουν τον θρίαμβο τους. Τον Ιούλιο, ο «οδηγός» είχε αναστατώσει τους Μισράτα, καλώντας τους να πάνε πίσω στην Κωνσταντινούπολη και το Τελ Αβίβ, αναφερόμενος στο γεγονός ότι η φυλή τους προέρχεται από τουρκοεβραίους που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ.
Μια πλημμύρα σχολίων που είχαν προετοιμαστεί εκ των προτέρων εκτοξεύτηκαν αμέσως από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ώστε να δαιμονοποιήσουν τον Μουαμάρ αλ Καντάφι, για να ξεχάσουμε τις βάρβαρες συνθήκες του θανάτου του.
Οι βασικοί ηγέτες του Συνασπισμού εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το θάνατο του εχθρού τους, σηματοδοτώντας το τέλος της επιχείρησης «Ενωμένος Προστάτης» (Unified Protector). Με αυτόν τον τρόπο, παραδέχονται εμμέσως ότι ο σκοπός της επιχείρησης δεν ήταν να εφαρμοστεί το ψήφισμα 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά να ανατρέψουν ένα πολιτικό σύστημα και να σκοτώσουν τον ηγέτη του, παρόλο ότι η δολοφονία ενός ηγέτη κράτους απαγορεύεται ρητώς από το δίκαιο των ΗΠΑ και είναι διεθνώς καταδικαστέα.
Επιπλέον, το λιντσάρισμα του Μουαμάρ ελ Καντάφι δείχνει την προθυμία του ΝΑΤΟ να μην τον παραπέμψει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο το οποίο δεν θα ήταν σε καλύτερη θέση να τον καταδικάσει για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από το Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία που δεν μπόρεσε να αποδείξει την ενοχή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, παρά τα δύο χρόνια της δίκης.
Στο χείμαρρο της πλημμύρας λάσπης που εξαπολύθηκε από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης για να αμαυρώσουν την μνήμη του, γυρίζουν σε φαύλους κύκλους τις ψευδείς κατηγορίες, πράγμα το οποίο δείχνει a contrario ότι τα μέσα αυτά δεν διαθέτουν παρά μόνο λίγα αυθεντικά στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του.
Έτσι ξαναέρχεται η υπόθεση της επίθεσης εναντίον της ντισκοτέκ La Belle στο Βερολίνο (5 Απριλίου 1986, με τρεις θανάτους), που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από την κυβέρνηση Ρέιγκαν για να βομβαρδίσει το παλάτι του και να σκοτώσει την κόρη του (14 Απριλίου 1986) και τουλάχιστον 50 άλλους. Εκείνη την εποχή, ο Γερμανός εισαγγελέας Detlev Mehlis (αυτός που θα φαλκιδέψει δύο δεκαετίες αργότερα την έρευνα για τη δολοφονία του Ραφίκ αλ-Χαρίρι), επικαλέστηκε τη μαρτυρία του Mushad Eter για να κατηγορήσει τον Λίβυο διπλωμάτη και τον συνεργάτη του Mohammed Amairi. Ωστόσο, η γερμανική τηλεόραση ZDF ανακάλυψε αργότερα ότι ο Mushad Eter ήταν όχι μόνο ψευτομάρτυρας αλλά και πράκτορας της CIA, ενώ ο βομβιστής Mahammed Aamiri ήταν πράκτορας της Μοσάντ [1].
Ή υπόθεση της επίθεσης του Λόκερμπι (21 Δεκέμβρη 1988, 270 θάνατοι): οι ερευνητές προσδιόρισαν τον ιδιοκτήτη της βαλίτσας που περιείχε τη βόμβα και το μηχανισμό πυροδότησης μέσω της μαρτυρίας ενός Μαλτέζου εμπόρου που είχε πουλήσει το παντελόνι που βρισκόταν στην βαλίτσα-παγίδα. Η σκοτσέζικη δικαιοσύνη κατηγόρησε τότε δύο πράκτορες της Λιβύης, τον Abdelbaset Ali Mohmed Al Megrahi και τον Al Amin Khalifa Fhimah. Το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε κυρώσεις κατά της Λιβύης. Τελικά, για να αρθούν οι κυρώσεις, η Λιβύη συμφώνησε να εκδώσει τους δύο πράκτορες (ο πρώτος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ο δεύτερος αθωώθηκε) και να πληρώσει αποζημίωση 2,7 δισ. δολάρια, ενώ συνέχιζε να διακηρύσσει τη πλήρη αθωότητά της. Τελικά, τον Αύγουστο του 2005, ένας από τους προϊσταμένους της σκωτσέζικης έρευνας δήλωσε ότι το κύριο αποδεικτικό στοιχείο, τον πυροκροτητή, τον είχε τοποθετήσει στον τόπο του ατυχήματος ένας πράκτορας της CIA. Στη συνέχεια, ο εμπειρογνώμονας ο οποίος είχε αναλύσει το πυροκροτητή για λογαριασμό του δικαστηρίου παραδέχτηκε ότι ο ίδιος τον είχε κατασκευάσει πριν να τον τοποθετήσει η CIA στην περιοχή. Τέλος, ο Μαλτέζος καταστηματάρχης παραδέχθηκε ότι έλαβε 2 εκατομμύρια δολάρια για την ψευδομαρτυρία. Οι αρχές της Σκωτίας αποφάσισαν να επαναλάβουν την δίκη, αλλά η υγεία του Abdelbaset Ali Mohmed Al Megrahi δεν το επέτρεπε.
Η τρέχουσα εκστρατεία παραπληροφόρησης περιλαμβάνει επίσης ένα κεφάλαιο για τον τρόπο ζωής του εκλιπόντος που περιγράφεται σαν υπερβολικά χλιδάτο, καθώς και το φαραωνικό μέγεθος της κρυμμένης περιουσίας του. Όμως, όλοι αυτοί που πλησίασαν τον Μουαμάρ αλ Καντάφι, ή αυτοί που απλά επισκέφτηκαν το σπίτι της οικογένειάς του και την κατοικία του μετά τους βομβαρδισμούς μπορούν να βεβαιώσουν ότι ζούσε σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με αυτό της αστικής τάξης της χώρας του, πολύ μακριά από το bling bling του Υπουργού Προγραμματισμού Μαχμούντ Jibril. Ομοίως, κανένα από τα κράτη που ψάχνουν για τον κρυμμένο θησαυρό των Καντάφι για μήνες δεν ήταν σε θέση να τον βρουν. Όλο τα σημαντικά ποσά που κατασχέθηκαν ανήκαν στην κυβέρνηση της Λιβύης και όχι στον «Οδηγό» του.
Αντίθετα, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν αναφέρουν το μόνο διεθνές ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από την Interpol κατά του Μουαμάρ αλ Καντάφι πριν από την επίθεση του ΝΑΤΟ. Είχε κατηγορηθεί από τη λιβανική δικαιοσύνη ότι είχε εξαφανίσει τον Ιμάμη Μούσα Σαντρ και τους συνοδούς του (1978). Η παράλειψη αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η απαγωγή ήταν πράξη των Ηνωμένων Πολιτειών που ήθελαν να εξαφανίσουν τον Σιίτη Ιμάμη πριν να αφήσουν τον Αγιατολάχ Χομεϊνί να επιστρέψει στο Ιράν, από φόβο μήπως ο Σαντρ επεκτείνει και στον Λίβανο την επιρροή του Ιρανού επαναστάτη.
Τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν αναφέρουν ούτε τις επικρίσεις των οργανώσεων της αντι-ιμπεριαλιστικής πολιτικής αντίστασης, για τους επαναλαμβανόμενους συμβιβασμούς του με το Ισραήλ.
Από την πλευρά μου, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι, μέχρι τη μάχη της Τρίπολης, ο «Οδηγός» διαπραγματεύτηκε με τους απεσταλμένους του Ισραήλ, ελπίζοντας να αγοράσει την προστασία του Τελ Αβίβ. Πρέπει επίσης να καταθέσω ότι, παρά την κριτική μου για την διεθνή πολιτική του, και το πλήρες αρχείο που είχε για μένα για το θέμα αυτό που του παραδόθηκε από τις γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών, τον Ιούλιο, με την ελπίδα να με συλλάβει, ο Μουαμάρ αλ Καντάφι μου έδωσε την εμπιστοσύνη του και μου ζήτησε να βοηθήσω τη χώρα του να διεκδικήσει τα δικαιώματά της στα Ηνωμένα Έθνη [2], μια συμπεριφορά μακριά από αυτή ενός τυράννου.
Τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν ανάφεραν ούτε τις παρεμβάσεις της Λιβύης στη γαλλική πολιτική ζωή, που κατάγγειλα και καταδίκασα, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης χρηματοδότησης των προεδρικών προεκλογικών εκστρατειών του Νικολά Σαρκοζί και της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Ο «Οδηγός» είχε πράγματι εξουσιοδοτήσει τον γαμπρό του Abdallah Senoussi να διαφθείρει τους δύο βασικούς υποψηφίους σε αντάλλαγμα για την υπόσχεση αμνηστίας ή να ασκήσουν πίεση στην γαλλική ποινική δικαιοσύνη για να κλείσει τον ποινικό φάκελο του. [3].
Πάνω απ ’όλα, τα δυτικά ΜΜΕ δεν αναφέρουν το κύριο έργο του «Οδηγού»: την ανατροπή της μοναρχίας μαριονέτα που επιβαλλόταν από τους Αγγλοσάξονες, την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων, την εθνικοποίηση των υδρογονανθράκων, την κατασκευή του Man Made River (τα πιο σημαντικά αρδευτικά έργα στον κόσμο), την αναδιανομή των κερδών του πετρελαίου (μετέτρεψε έναν από τους φτωχότερους πληθυσμούς στον κόσμο, στο πιο πλούσιο της Αφρικής), το γενναιόδωρο άσυλο στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και τη βοήθεια άνευ προηγουμένου στην ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου (η λιβυκή βοήθεια για την ανάπτυξη ήταν πιο σημαντική από το σύνολο αυτής όλων των κρατών του G20).
Ο θάνατος του Μουαμάρ αλ Καντάφι δεν θα αλλάξει τίποτα στο διεθνές επίπεδο. Το σημαντικό γεγονός ήταν η πτώση της Τρίπολης, που βομβαρδίστηκε και κατακτήθηκε από το ΝΑΤΟ - σίγουρα το χειρότερο έγκλημα πολέμου αυτού του αιώνα – και η είσοδος της φυλής των Μισράτα για τον έλεγχο της πρωτεύουσας που επακολούθησε. Τις εβδομάδες πριν από τη μάχη της Τρίπολης, η συντριπτική πλειοψηφία των Λίβυων συμμετείχαν από Παρασκευή σε Παρασκευή, σε αντι-νατοϊκές, αντι-CNT και φιλο-Καντάφικες διαδηλώσεις. Τώρα η χώρα τους καταστράφηκε και κυβερνάται από το ΝΑΤΟ και τις μαριονέτες του CNT.
Ο θάνατος του οδηγού θα έχει αντιθέτως τραυματική επίδραση στη λιβυκή φυλετική κοινωνία. Με τη δολοφονία του ηγέτη, το ΝΑΤΟ κατέστρεψε την ενσάρκωση της αρχής της Αρχής. Θα χρειαστούν χρόνια και πολύ βία πριν να αναγνωριστεί ένας νέος ηγέτης από όλες τις φυλές ή να αντικατασταθεί το φυλετικό σύστημα από μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Με αυτή την έννοια, ο θάνατος του Μουαμάρ ελ Καντάφι άνοιξε μια περίοδο Ιρακινοποιήσης η Σομαλοποίησης της Λιβύης.
[1] Έρευνα του περιοδικού Frontal,, που μεταδόθηκε από τη ZDF, 28 Αυγ, 1998.
[2] Αυτό που έκανα ως ακτιβιστής, χωρίς καμία αμοιβή.
[3] Ο Abdallah Senussi είχε καταδικαστεί ερήμην στη Γαλλία για την επίθεση κατά του DC-10 της UTA (19 Σεπτεμβρίου 1989, 170 θάνατοι) κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Τσαντ.