Τον Μάιο 2017 ο Τιερί Μεϊσάν εξήγούσε στο Russia Today γιατί οι Νοτιοαμερικανικές ελίτ ακολουθούν λάθος πορεία ενώπιον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Επέμενε για την αλλαγή παραδείγματος των σημερινών ένοπλων συγκρούσεων και την ανάγκη να επανεξετάσουμε ριζικά τον τρόπο να υπερασπιστεί η Πατρίδα.

Η επιχείρηση αποσταθεροποίησης της Βενεζουέλας συνεχίζεται. Κατ ’αρχάς, βίαιες ομάδες, διαδηλώνοντας κατά της κυβέρνησης, σκότωναν περαστικούς, ακόμα και πολίτες που ενώθηκαν μαζί τους. Σε δεύτερο στάδιο, οι μεγάλες εταιρείες διανομής τροφίμων διοργάνωσαν ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ. Στη συνέχεια, μερικά μέλη των δυνάμεων ασφαλείας επιτέθηκαν σε υπουργεία, κάλεσαν για εξέγερση και εισήρθαν στη παρανομία.

Ο διεθνής Τύπος συνεχίζει να αποδίδει τους νεκρούς στις διαδηλώσεις στο «καθεστώς», ενώ πολλά βίντεο μαρτυρούν ότι σκόπιμα δολοφονήθηκαν από τους ίδιους τους διαδηλωτές. Με βάση αυτών των ψευδών στοιχείων, αποκαλεί «δικτάτορα», τον πρόεδρο Νίκολας Μαδούρο, όπως έπραξε, πριν από έξι χρόνια, για τον Μουαμάρ Καντάφι και τον Μπασάρ αλ Άσαντ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν την Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) κατά του προέδρου Μαδούρο με τον τρόπο που κάποτε χρησιμοποίησαν τον Αραβικό Σύνδεσμο κατά του προέδρου Άσαντ. Το Καράκας, μη περιμένοντας να αποκλειστεί από τον Οργανισμό κατήγγειλε τη μέθοδο, και αποχώρισε από μόνο του.

Η κυβέρνηση Μαδούρο, ωστόσο, μετρά δύο αποτυχίες στο ενεργητικό της:
• ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος της δεν μετακινήθηκε προς τις κάλπες στις βουλευτικές εκλογές το Δεκέμβριο 2015, αφήνοντας την αντιπολίτευση να αρπάξει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
• Πιάστηκε αδιάβαστη σχετικά με τη κρίση των τροφίμων, ενώ παρόμοια κρίση είχε ήδη οργανωθεί στο παρελθόν κατά του Αλιέντε στη Χιλή και στη Βενεζουέλα ενάντια στον Τσάβες. Της πήρε αρκετές εβδομάδες για τη δημιουργία νέων οδών εφοδιασμού.

Κατά πάσα πιθανότητα, η σύγκρουση που ξεκίνησε στη Βενεζουέλα δεν θα σταματήσει στα σύνορά της. Θα βάλει φωτιά σε όλο το βορειοδυτικό τμήμα της νοτιοαμερικανικής ήπειρο και τη Καραϊβική.
Ένα ακόμη βήμα έγινε με τις στρατιωτικές προετοιμασίες κατά της Βενεζουέλας, της Βολιβίας και του Εκουαδόρ, από το Μεξικό, την Κολομβία και τη βρετανική Γουιάνα. Ο συντονισμός αυτός γίνεται από την ομάδα του πρώην Στρατηγικού Γραφείου για την Παγκόσμια Δημοκρατία (Office of Global Democracy Strategy)· μια μονάδα που δημιουργήθηκε από τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον και συνέχισαν ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι και η κόρη του Liz. Η ύπαρξή της επιβεβαιώθηκε από τον Mike Pompeo, σημερινό διευθυντή της CIA. Γεγονός που οδήγησε στην αναφορά στον Τύπο, και μετά από τον πρόεδρο Τραμπ, για μια στρατιωτική επιλογή των ΗΠΑ.

Για να σώσει τη χώρα του, η ομάδα του προέδρου Μαδούρο αρνήθηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα του προέδρου Άσαντ. Κατ’ εκείνη, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η κυριότερη καπιταλιστική δύναμη, θα επιτιθόταν στη Βενεζουέλα για να της κλέψει το πετρέλαιο, ακολουθώντας ένα μοτίβο που επαναλήφθηκε πολλές φορές στο παρελθόν σε τρεις ηπείρους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από μια πρόσφατη ομιλία του πρόεδρου της Βολιβίας, Έβο Μοράλες.

Ας θυμηθούμε ότι το 2003 και το 2011, ο πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν, ο οδηγός Μουαμάρ Καντάφι και πολλοί σύμβουλοι του προέδρου Άσαντ έκαναν τον ίδιο συλλογισμό. Η άποψη τους ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτίθονταν διαδοχικά στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, στη συνέχεια στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Συρία μόνο για να ανατρέψουν τα καθεστώτα που αντιστέκονταν στον ιμπεριαλισμό τους και για να ελέγχουν τα αποθέματα υδρογονανθράκων της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Πολλοί αντι-ιμπεριαλιστικοί συγγραφείς συνεχίζουν και σήμερα αυτή την ανάλυση, για παράδειγμα, προσπαθώντας να εξηγήσουν τον πόλεμο κατά της Συρίας λόγω της διακοπής του σχεδίου του καταριανού αγωγού φυσικού αερίου.

Αλλά αυτό το σκεπτικό αποδείχθηκε λάθος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναζητούσαν, ούτε την ανατροπή των προοδευτικών κυβερνήσεων (Λιβύη και Συρία), ούτε να κλέψουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της περιοχής, αλλά να καταστρέψουν τα Κράτη, να ξαναστείλουν τους πληθυσμούς σε προϊστορικούς χρόνους, στην εποχή όπου «ο άνθρωπος ήταν ένας λύκος για τον άνθρωπο».

Οι ανατροπές του Σαντάμ Χουσεΐν και του Μουαμάρ Καντάφι δεν αποκατάστησαν την ειρήνη. Οι πόλεμοι συνεχίστηκαν παρά την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης κατοχής στο Ιράκ, και μετά, κυβερνήσεων στην περιοχή, που περιλάμβαναν συνεργάτες του ιμπεριαλισμού που αντιστέκονται στην εθνική ανεξαρτησία. Εξακολουθούν ακόμα, μαρτυρώντας ότι η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δεν ήθελαν να ανατρέψουν καθεστώτα, ή να υπερασπιστούν τις δημοκρατίες, αλλά να συντρίψουν τους λαούς. Είναι μια βασική διαπίστωση που ανατρέπει την κατανόηση μας του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Αυτή η στρατηγική, ριζικά νέα, διδάχθηκε από τον Thomas PM Barnett από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Αποκαλύφθηκε δημόσια και εκτίθηκε το Μάρτιο του 2003 -δηλαδή λίγο πριν από τον πόλεμο κατά του Ιράκ- σε ένα άρθρο του Esquire, και μετά στο ομώνυμου βιβλίο The Pentagon’s New Map (Ο νέος χάρτης του Πενταγώνου), αλλά φαινόταν τόσο σκληρή που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί.

Πρόκειται, για τον ιμπεριαλισμό, να χωριστεί ο κόσμος στα δύο: από τη μια πλευρά, μια σταθερή περιοχή που επωφελείται από το σύστημα, από την άλλη, ένα φρικτό χάος, όπου κανείς δεν σκέφτεται πλέον να αντισταθεί, αλλά μόνο να επιβιώσει· μια περιοχή από την οποία οι πολυεθνικές μπορούν να εξάγουν τις πρώτες ύλες που χρειάζονται χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν.

Σύμφωνα με αυτό το χάρτη, που πάρθηκε από ένα PowerPoint του Thomas P. M. Barnett στη διάρκεια ενός συνέδριου στο Πεντάγωνο το 2003, όλα τα Κράτη της ροζ περιοχής πρέπει να καταστραφούν. Αυτό το σχέδιο δεν έχει να κάνει με την ταξική πάλη σε εθνικό επίπεδο, ούτε με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Μετά την ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι στρατηγιστές των ΗΠΑ ετοιμάζονται να μετατρέψουν σε ερείπια τα Βορειοδυτικά της Λατινικής Αμερικής.

Από τον δέκατο έβδομο αιώνα και το βρετανικό εμφύλιο πόλεμο, η Δύση αναπτύχτηκε με το φόβο του χάους. Ο Τόμας Χομπς μας δίδαξε να υπομείνουμε το λόγο του Κράτους (raison d’État) παρά να διακινδυνεύσουμε να ξαναζήσουμε αυτό το μαρτύριο. Η έννοια του χάους δεν μας επέστρεψε παρά μόνο από τον Leo Strauss, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ο φιλόσοφος, ο οποίος έχει εκπαιδεύσει προσωπικά πολλές προσωπικότητες του Πενταγώνου, ήθελε να κατασκευάσει μια νέα μορφή εξουσίας βυθίζοντας ένα μέρος του κόσμου στην κόλαση.

Η εμπειρία του τζιχαντισμού στην ευρύτερη Μέση Ανατολή μας έδειξε τι είναι το χάος.

Αν και αντέδρασε όπως το περιμέναμε στα γεγονότα στην Νταράα (Μάρτιος-Απρίλιος 2011), με την αποστολή του στρατού για την καταστολή των τζιχαντιστών του τεμένους αλ-Ομάρι, ο πρόεδρος αλ Άσαντ ήταν ο πρώτος που κατάλαβε αυτό που συνέβαινε. Μακριά από το να αυξήσει τις αρμοδιότητες των δυνάμεων ασφαλείας για τη καταστολή της εξωτερικής επίθεσης, έδωσε στον Λαό τα μέσα για να υπερασπιστεί τη χώρα.

Κατ ’αρχάς, ανέστειλε τη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, διέλυσε τα ειδικά δικαστήρια, απελευθέρωσε τις επικοινωνίες στο Διαδίκτυο, και απαγόρευσε τις ένοπλες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους, αν αυτά έθεταν αθώους σε κίνδυνο.

Οι αποφάσεις αυτές κατά του ρεύματος είχαν σοβαρές συνέπειες. Για παράδειγμα, στη διάρκεια μιας επίθεσης στρατιωτικής φάλαγγας στο Banias, οι στρατιώτες απέφυγαν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους ενώ βρίσκονταν σε αυτοάμυνα. Προτίμησαν να ακρωτηριαστούν από τις βόμβες των επιτιθεμένων, και μερικές φορές να πεθάνουν, παρά να πυροβολήσουν με κίνδυνο να πληγώσουν τους κατοίκους που τους παρακολούθαγαν να σφάζονται χωρίς να επεμβαίνουν.

Όπως πολλοί εκείνη την εποχή, νόμιζα ότι ήταν ένας αδύναμος πρόεδρος και ότι παραήταν πιστοί οι στρατιώτες, ότι η Συρία επρόκειτο να συνθλιβεί. Ωστόσο, έξι χρόνια αργότερα, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ και οι συριακοί στρατοί κερδίζουν το στοίχημά τους. Ενώ αρχικά, οι στρατιώτες πολέμησαν μόνοι τους έναντι της ξένης επίθεσης, σιγά σιγά, κάθε πολίτης εμπλάκηκε, ο καθένας από τη θέση του, για να υπερασπίζει τη χώρα. Όσοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να αντισταθούν εξορίστηκαν. Βέβαια, οι Σύροι υπέφεραν πολύ, αλλά η Συρία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο, μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, η οποία αντιστάθηκε μέχρι ο ιμπεριαλισμός να κουραστεί και να τα παρατήσει.

Δεύτερον, ενώπιον της εισβολής της μυριάδας των τζιχαντιστών από όλους τους μουσουλμάνους, πληθυσμούς, από το Μαρόκο στην Κίνα, ο πρόεδρος αλ Άσαντ αποφάσισε να εγκαταλείψει μέρος του εδάφους του για να σώσει το Λαό του.

Ο Συριακός Αραβικός Στρατός οπισθοδρόμησε στη «χρήσιμη Συρία», δηλαδή στις πόλεις, αφήνοντας τις υπαίθρους και ερήμους στους εισβολείς. Ενώ η Δαμασκός φρόντιζε χωρίς καμία διακοπή για την παροχή τροφίμων σε όλες τις περιοχές που έλεγχε. Σε αντίθεση με μια δημοφιλή πεποίθηση στη Δύση, δεν υπήρξε πείνα παρά στις περιοχές που ελέγχονται από τους τζιχαντιστές και ορισμένες πόλεις που πολιορκήθηκαν από αυτούς· οι «ξένοι αντάρτες» (συγγνώμη για το οξύμωρο), που εφοδιαστήκαν από τις δυτικές «ανθρωπιστικές» οργανώσεις, χρησιμοποιώντας τη διανομή δεμάτων με τρόφιμα για να υποτάξουν τους πληθυσμούς που λιμοκτονούσαν.

Ο συριακός Λαός παρατήρησε ο ίδιος ότι μόνο η Δημοκρατία, και όχι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και οι τζιχαντιστές τους, τον έθραυε και τον προστάτευε

Τρίτον, ο πρόεδρος Άσαντ χάραξε, σε μια ομιλία του στις 12 Δεκεμβρίου του 2012, τον τρόπο με τον οποίο σχεδίαζε να ξανακτίσει τη πολιτική ενότητα της χώρας. Ανέφερε την ανάγκη να συνταχτεί ένα νέο σύνταγμα και να το υποβάλει προς έγκριση με ειδική πλειοψηφία του Λαού, στη συνέχεια να προχωρήσει με τη δημοκρατική εκλογή όλων των θεσμικών υπευθύνων, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, φυσικά.

Εκείνη την εποχή, οι Δυτικοί χλεύασαν τις αξιώσεις του προέδρου Άσαντ να καλέσει για εκλογές στη μέση του πολέμου. Σήμερα, όλοι οι διπλωμάτες που εμπλέκονται στην επίλυση της σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του ΟΗΕ, υποστηρίζουν το σχέδιο Άσαντ.

Ενώ οι τζιχαντιστικοί κομάντο κυκλοφορούσαν σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της Δαμασκού, και δολοφονούσαν πολιτικούς στα σπίτια τους με τις οικογένειές τους, ο πρόεδρος Άσαντ ενθάρρυνε τους εθνικούς αντιπάλους του να πάρουν το λόγο. Ο ίδιος εγγυήθηκε την ασφάλεια του φιλελευθέρου Hassan al-Νουρί και του μαρξιστή Maher al-Hajjar για να πάρουν, επίσης, το ρίσκο να παρουσιαστούν στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2014. Παρά την έκκληση για μποϊκοτάζ από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις δυτικές κυβερνήσεις, παρά το τρόμο που έσπειραν οι τζιχαντιστές, παρά την εξορία στο εξωτερικό εκατομμύριων πολιτών, το 73,42% των ψηφοφόρων απάντησαν με τη παρουσία τους.

Με τον ίδιο τρόπο, από τις αρχές του πολέμου, δημιούργησε ένα Υπουργείο Εθνικής Συμφιλίωσης, γεγονός που δεν είχε συμβεί σε καμία χώρα υπό πόλεμο. Το εμπιστεύτηκε στον πρόεδρο ενός συμμαχικού κόμματος, του SSNP, Αλί Χαϊντάρ. Ο τελευταίος διαπραγματεύτηκε και σύναψε περισσότερες από χίλιες συμφωνίες για αμνηστία σε πολίτες που είχαν πάρει τα όπλα εναντίον της Δημοκρατίας και την ένταξή τους στο κόρφο του Συριακού Αραβικού Στρατού.

Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο πρόεδρος Άσαντ δεν χρησιμοποίησε ποτέ βία εναντίον του ίδιου του Λαού του, παρότι λένε αυτοί που τον κατηγορούν δωρεάν για γενικευμένα βασανιστήρια. Έτσι, εξακολουθεί να μην έχει θεσπίσει μια μαζική επιστράτευση, ούτε την υποχρεωτική στράτευση. Είναι πάντα δυνατό για έναν νεαρό άνδρα, να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Διοικητικές διαδικασίες επιτρέπουν σε κάθε αρσενικό πολίτη να ξεφύγει από την εθνική υπηρεσία εάν δεν επιθυμεί να υπερασπιστεί τη χώρα του με τα όπλα στο χέρι. Μόνο εξόριστοι οι οποίοι δεν είχαν την ευκαιρία να προβούν σε αυτές τις διαδικασίες μπορούν να είναι παραβάτες αυτών των νόμων.

Για έξι χρόνια, ο πρόεδρος Άσαντ συνεχίζει με το ένα χέρι να απευθύνει έκκληση προς τον λαό του, να του δώσει ευθύνες και, από το άλλο, να προσπαθήσει να τον θρέψει και να τον προστατεύσει όσο μπορούσε. Πάντα ανέλαβε τον ρίσκο να δώσει πριν να λαμβάνει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού του και μπορεί να υπολογίζει στην ενεργό υποστήριξη του.

Οι νοτιοαμερικανικές ελίτ κάνουν λάθος συνεχίζοντας τον αγώνα των προηγούμενων δεκαετιών για μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου. Ο κύριος αγώνας δεν είναι πλέον μεταξύ της πλειοψηφίας του λαού και μιας μικρής προνομιούχας τάξης. Η επιλογή που τέθηκε στους λαούς της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και στην οποία οι Νοτιαμερικανοί θα πρέπει να απαντήσουν με τη σειρά τους, είναι να υπερασπιστούν την πατρίδα ή να πεθάνουν.

Τα γεγονότα το αποδεικνύουν: ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν σκοπεύει πλέον με προτεραιότητα να αρπάξει τους φυσικούς πόρους. Κυριαρχεί τον κόσμο και τον λεηλατεί αδίστακτα. Ως εκ τούτου, προσπαθεί από τούδε και στο εξής να συντρίψει τους λαούς και να καταστρέψει τις κοινωνίες στις περιοχές στις οποίες ήδη εκμεταλλεύεται τους πόρους.

Σε αυτή την Εποχή του Σιδήρου, μόνο η στρατηγική Άσαντ επιτρέπει να σταθεί κανείς όρθιος και ελεύθερος.

(Συνέχεια ...)

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)