Για τον πρόεδρο Τραμπ, η διαδικασία καθαίρεσης που ασκήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι μια απόπειρα πραξικοπήματος.

Η βασική δέσμευση της εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ να τερματίσει την επιθετική στρατιωτική στρατηγική των Rumsfeld / Cebrowski και να την αντικαταστήσει με μια πολιτική τζακσονικής συνεργασίας αντιτίθεται σε ισχυρή εσωτερική αντίσταση στις ΗΠΑ και εξωτερική στους συμμάχους των ΗΠΑ. Περισσότερο από ποτέ, ο πρόεδρος φαίνεται μόνος, απολύτως μόνος του, ενώπιον της υπερατλαντικής πολιτικής τάξης.

Όλα είχαν παιχτεί εκ των προτέρων

Όπως και για τον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα, φαίνεται ότι είχαν παιχτεί εκ των προτέρων.

Μόλις εκλέχτηκε, το 2009, ο Ομπάμα χαιρετίστηκε ως ο «πρώτος μαύρος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», και στη συνέχεια αποδείχθηκε ανίκανος να λύσει τα προβλήματα αυτής της κοινότητας, αφήνοντας την αστυνομική βία εναντίον της να φτάσει στο αποκορύφωμα. Στις πρώτες ημέρες της εντολής του, η Επιτροπή του βραβείου Νόμπελ του απένειμε το Βραβείο της Ειρήνης, χαιρετίζοντας τις προσπάθειές του "για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα", ένα θέμα για το οποίο σταμάτησε αμέσως να μιλάει. Παρόλο που ο απολογισμός του είναι το ακριβώς αντίθετο από τις υποσχέσεις της εκστρατείας του, παρέμεινε παρ ’όλα αυτά δημοφιλής σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν έχουν σημασία η μετεγκατάσταση των θέσεων εργασίας στην Κίνα, η συνέχιση του Γκουαντάναμο, οι χιλιάδες στοχοθετημένες δολοφονίες και η καταστροφή της Λιβύης.

Από την άλλη πλευρά, μόλις εκλέχτηκε και πριν από τη μεταβίβαση του στην εξουσία το 2017, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάστηκε ως μανιακός καταθλιπτικός ναρκισσιστής, μια αδύναμη και αυταρχική προσωπικότητα, ένας κρυπτοφασίστας. Με την άφιξη του στον Λευκό Οίκο, ο Τύπος καλούσε για τη φυσική δολοφονία του και το Δημοκρατικό Κόμμα τον κατηγορούσε ότι ήταν Ρώσος κατάσκοπος. Κατάφερε να ξεκινήσει έρευνα εναντίον του και της ομάδας του, με σκοπό τη καθαίρεση του. Ο επικεφαλής σύμβουλός του, ο στρατηγός Michael Flynn, αναγκάστηκε να παραιτηθεί 24 ημέρες μετά το διορισμό του και στη συνέχεια συνελήφθη. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ έχασε τις μεσοπρόθεσμες εκλογές (Νοέμβριος 2018) στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί με μερικούς από τους αντιπάλους του. Βρήκε συμφωνία με το Πεντάγωνο, επιτρέποντας ορισμένες στρατιωτικές ενέργειες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα φέρουν τη χώρα σε σπιράλ και απόκτησε σε αντάλλαγμα το κλείσιμο της ρωσικής έρευνας. Για οκτώ μήνες προσπάθησε με αναγκαστική πορεία να σταματήσει την καταστροφή της Μεγάλης Μέσης Ανατολής και τις προετοιμασίες για την καταστροφή της λεκάνης της Καραϊβικής. Έλπιζε να ανακοινώσει την πραγματοποίηση της ειρήνης στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Αμ δε! Την ίδια ημέρα, η USIP (το alter ego του NED, αλλά για το Υπουργείο Άμυνας), δημοσίευε την έκθεση της για τη Συρία συμβουλεύοντας να ξαναρχίσει ο πόλεμος. Και, πάλι την ίδια μέρα, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νανσί Πελόσι, ανακοίνωνε την έναρξη της διαδικασίας καθαίρεσης (impeachment) εναντίον του, αυτή τη φορά για τις διαφορές του με τις ουκρανικές αρχές κατά της διαφθοράς της φατρίας Κλίντον.
Είναι επομένως απίθανο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιτύχει να εκτελέσει το πρόγραμμά του πριν από το τέλος της θητείας του, καθώς αρχίζει η προεκλογική εκστρατεία για την ενδεχόμενη επανεκλογή του. Ωστόσο, οι υποστηρικτές του επισημαίνουν ότι ποτέ δεν είναι τόσο καλός όσο όταν στριμώχνεται.

Λίγα ήταν τα μέσα ενημέρωσης που εξήγησαν τον Τζακτσονισμό, μια ιδεολογία που κανένας δεν είχε προωθήσει μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Σχεδόν όλοι ισχυρίστηκαν για δύο χρόνια ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ασυνάρτητος και απρόβλεπτος, προτού αναγνωρίσουν ότι ενήργησε σύμφωνα με μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία.

Σε κάθε περίπτωση, έχει ήδη κατορθώσει να επαναπατριστούν πολλές μετεγκαταστημένες θέσεις εργασίας και να θέσει τέρμα στην μαζική υποστήριξη των υπουργείων εξωτερικών και άμυνας στις τζιχαντιστικές στρατιές, από τις οποίες εξακολουθούν να τρέχουν ορισμένα προγράμματα.

Ανεξάρτητα από το τι έκαναν ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Ντόναλντ Τράμπ ως πρόεδροι, θα θυμηθούμε μόνο τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης τα παρουσίασαν την ημέρα της ενθρόνισής τους.

Ο Τύπος χαιρέτισε την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ως ιστορικό βήμα προς τα εμπρός για τις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο λόγω της φυσικής του εμφάνισης, ανεξάρτητα από τις πολιτικές του απόψεις. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τέρμπμ καταγγέλθηκε ως ναζί (εδώ η γερμανική Stern) και κάλεσε τον κόσμο να του πει "όχι" (προβολή στην πρόσοψη του Βρετανικού Κοινοβουλίου).

Ο ρόλος του βαθιού κράτους

Είναι πλέον προφανές ότι η αντιπολίτευση στο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελείται μόνο από μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, αλλά και από τους περισσότερους ξένους ηγέτες συμμαχικών χωρών των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο για τους τελευταίους καθώς θα είχαν να κερδίσουν τα πάντα από την επιτυχία του. Αλλά δεν λειτουργεί έτσι η πολιτική. Ο ένας μετά τον άλλον, οι ηγέτες αυτοί είναι πεπεισμένοι ότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει την αμερικανική πολιτική. Το συμφέρον των κρατών τους ενώπιον των ισχυρών ΗΠΑ ήταν επομένως να μη βυθιστούν με έναν απομονωμένο Ντόναλντ Τραμπ στη χώρα του, αλλά να παραμείνουν πιστοί στις καταστροφικές πολιτικές του George W. Bush και του Μπαράκ Ομπάμα.

Παραμένει να δούμε ποιοι από τους δεκάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους τραβούν τις χορδές και γιατί αντιτίθενται στο σχέδιο Τραμπ. Το "βαθύ κράτος" του οποίου ο πρόεδρος δεν μπορεί να επηρεάσει την πολιτική είναι ίσως μόνο ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο, ή μια ομάδα που μπορεί να αντιπροσωπεύει δομημένα συμφέροντα. Ο πρόεδρος Τραμπ πίστευε ότι είχε εξουδετερώσει την αντίθεση των επιτροπών που ήταν επιφορτισμένες με την εφαρμογή λίγο-πολύ μυστικών συνθηκών των Ηνωμένων Πολιτειών με τους συμμάχους τους. Θεωρούσε ότι είχε διαπραγματευτεί με την εναλλακτική κυβέρνηση που σχηματίζεται προληπτικά σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου. Προφανώς έκανε λάθος.

Τα μαθήματα αυτής της ιστορίας

Δύο μαθήματα μπορούν να αντληθούν από αυτή την ιστορία. Πρώτον, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο George W. Bush δεν ασκούσε πραγματικά την προεδρία του, αλλά ευθυγραμμίστηκε με το περιβάλλον του, πρώτα απ ’όλα με τον αντιπρόεδρό του Dick Cheney και τον υπουργό άμυνας του, Ντόναλντ Ράμσφελντ. Είναι επίσης σαφές ότι ο Μπαράκ Ομπάμα είχε πολύ λίγη εξουσία εκτός από τις στοχευόμενες δολοφονίες. Εμφανίζεται σήμερα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι σε θέση να αλλάξει την πολιτική των ΗΠΑ. Είναι σαφές ότι από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, το αξίωμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σχεδόν αποκλειστικά μιντιατικό. Και, αν ο πρόεδρος δεν κάνει πολιτική, αυτοί που την κάνουν στη σκιά, δεν είναι αιρετοί, δεν εκλέγονται.

Δεύτερον, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν υπακούν στον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά στο βαθύ κράτος τους. Είναι τα παιχνίδια ενός αόρατου ηθοποιού. Μόνο η Ρωσία και η Κίνα είναι πραγματικά ανεξάρτητες. Η Ρωσία είναι το μόνο από αυτά τα τρία κράτη, του οποίου ο πρόεδρος εκλέγεται δημοκρατικά και ασκεί εξουσία στο όνομα του λαού του. Η Κίνα είναι ένα διαφανές σύστημα, αλλά μόνο τα μέλη του ενιαίου κόμματος συμμετέχουν στην πολιτική ζωή του. Το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι, από την πλευρά του, απολύτως αδιαφανές.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)