Μετά από τέσσερις μήνες πολέμου στη Γάζα ενάντια στον παλαιστινιακό λαό και ενάντια στο ρεύμα της Χαμάς, οι διάφοροι εμπλεκόμενοι παράγοντες έχουν εκθέσει τις θέσεις τους.

Ενώ ο συνασπισμός του Μπέντζαμιν Νετανιάχου ισχυρίζεται ότι γενικά πολεμά τη Χαμάς, στην πραγματικότητα επιδιώκει να τρομοκρατήσει τους κατοίκους της Γάζας για να τους εξαναγκάσει σε φυγή. Οι στερήσεις, τα βασανιστήρια και οι σφαγές δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσα για να κατορθώσουν τη προσάρτηση αυτής της γης.

Το «Ανσάρ Αλλάχ» το ισχυρό πολιτικό κόμμα της Υεμένης, ανέλαβε την πρωτοβουλία να επιτεθεί σε ισραηλινά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα ή σε πλοία με προορισμό το Ισραήλ, απαιτώντας τον τερματισμό της σφαγής στη Γάζα. Σταδιακά, επιτέθηκε επίσης σε πλοία που συνδέονται με κράτη που υποστηρίζουν αυτή τη σφαγή. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών υπενθύμισε ότι το διεθνές δίκαιο απαγορεύει τις επιθέσεις κατά μη στρατιωτικών σκαφών, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι το πρόβλημα δεν θα λυθεί για όσο διάστημα η σφαγή θα συνεχίζεται.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αντιτίθενται στη σφαγή των Παλαιστινίων αμάχων, παραμένουν αλληλέγγυες του εβραϊκού πληθυσμού, ο οποίος επιδίδεται σε μία τυφλή εκδίκηση εναντίον αυτών. Συνεχίζουν να προμηθεύουν τις IDF με οβίδες, ενώ ταυτόχρονα καλούν το Τελ Αβίβ να επιτρέψει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Από την άλλη πλευρά η αντίσταση των Υεμενιτών ιδρύει την «Επιχείρηση Φύλακας της Ευημερίας». Οι ΗΠΑ ενέπλεξαν τους δυτικούς φίλους τους, κατά παράβαση της εξουσίας του Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο δεν έχει εγκρίνει στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη. Μάλιστα, το γαλλικό στρατιωτικό επιτελείο αποσύρθηκε από αυτή τη συμμαχία μετά από δύο ημέρες, αρνούμενο να στηρίξει την σφαγή στην Γάζα. Κατά τα άλλα, οι βομβαρδισμοί των Δυτικών απέτυχαν να χτυπήσουν τα στρατιωτικά κέντρα του «Ανσάρ Αλλάχ».

Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία μόλις διεξήγαγαν έναν μακρύ πόλεμο στην Υεμένη, απέφυγαν να ενταχθούν στον «Φύλακα της Ευημερίας» και, αντίθετα, υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία με το «Ανσάρ Αλλάχ». Όλοι συμφώνησαν με τη θέση του Αραβικού Συνδέσμου, που διατυπώθηκε το 2002: Αναγνώριση και εξομάλυνση με το Ισραήλ μετά τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού Κράτους.

Η Αίγυπτος, η οποία λόγω του φαινόμενου ντόμινο έχει χάσει το 45% των εσόδων της από τη Διώρυγα του Σουέζ, δεν στράφηκε εναντίον του Ανσάρ Αλλάχ. Αντίθετα, το Κάϊρο επικοινώνησε μαζί του και επαίνεσε δημόσια τις προσπάθειές του υπέρ του παλαιστινιακού λαού. Απλώς, κάλεσε τους συνομιλητές του να μην μπλοκάρουν εντελώς την Ερυθρά Θάλασσα. Τα κινεζικά και ρωσικά πλοία συνεχίζουν να κυκλοφορούν ελεύθερα και το «Ανσάρ Αλλάχ» ανακοίνωσε ότι περιορίζει τους στόχους του.

Το Ιράν, αφού κάλεσε τους διάφορους εταίρους του στον Άξονα της Αντίστασης να μην πυροδοτήσουν την κατάσταση, ξαφνικά βγήκε από τη σιωπή του. Η Τεχεράνη βομβάρδισε τοποθεσίες που συνδέονται με το Ισραήλ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τρία διαφορετικά κράτη: στη Συρία, παράνομα κατεχόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ιράκ όπου η παρουσία τους είναι νόμιμη, αλλά όχι ορισμένες από τις δραστηριότητές τους, και στο Πακιστάν όπου υποστηρίζουν το αυτονομιστικό κίνημα του Μπαλουχιστάν.

Ο Λευκός Οίκος απάντησε ότι αυτές οι επιθέσεις δεν θα μείνουν ατιμώρητες. αλλά δεν έκανε τίποτα προσώρας. Εάν η ανταπόκρισή του είναι ήπια, όλοι οι πρωταγωνιστές θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «χάρτινη τίγρη» ενώ εάν έχουν δύναμη, μπορεί να ανοίξουν τον δρόμο για έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Συρία χειροκρότησε. Το Ιράκ διαμαρτυρήθηκε, υποστηρίζοντας από την άκρη των χειλών του ότι δεν υπήρξε ποτέ βάση της Μοσάντ στην αυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν. Και μετά κάλεσε τις δυτικές δυνάμεις να αποσυρθούν από τη χώρα.
Το Πακιστάν, του οποίου η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι η νέα κυβέρνηση θα ήταν έτοιμη να πάει σε πόλεμο κατά του Ιράν, έχει υπό την επιρροή του στρατού του, συσπειρωθεί με τη Τεχεράνη στον αγώνα της κατά των φιλοαμερικανών αυτονομιστών

Σε αυτό το πλαίσιο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε προσωρινή διαταγή στην υπόθεση μεταξύ Νότιας Αφρικής και Ισραήλ. Το Δικαστήριο, υπό την προεδρία πρώην υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, συγκέντρωσε μια συντριπτική πλειοψηφία των 15 δικαστών κατά 2, σε μια απόφαση που είναι σύμφωνη με την άποψη των ΗΠΑ: αναγνώρισε ότι υπήρχε υποψία γενοκτονίας και διέταξε το Ισραήλ να διασφαλίσει ότι θα επιτραπεί η είσοδος της αναγκαίας ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, Αλλά πρόσεξε να μην προχωρήσει περισσότερο. Δεν είπε τίποτα για τις αξιώσεις αποζημίωσης από τα θύματα ούτε σχετικά με την καταδίκη των ατόμων που είναι ένοχα για γενοκτονία. Πάνω απ’ όλα, απέφυγε να πει ότι «το ισραηλινό κράτος πρέπει να αναστείλει αμέσως τις στρατιωτικές δραστηριότητές του εναντίον της Γάζας».

Προσποιούμενο ότι συμφώνησε να συμμορφωθεί με αυτή τη διαταγή, το Ισραήλ άφησε ελεύθερη τη διάβαση της Ράφα και ανακοίνωσε μέτρα για την προώθηση της διέλευσης της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας. Ταυτόχρονα, όμως, κατηγόρησε το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών (UNRWA) ότι αποτελεί παράρτημα των «τρομοκρατών». Έστειλε στην Ουάσιγκτον αποδεικτικά στοιχεία για 12 υπάλληλους του Οργανισμού που συμμετείχαν στην επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου. Χωρίς να περιμένουν, οι ΗΠΑ ανέστειλαν τη βοήθεια τους και έπεισαν δώδεκα κράτη να τους μιμηθούν. Ξαφνικά στερημένη από πόρους, η UNRWA δεν έχει πλέον την δυνατότητα να μεταφέρει αυτή τη βοήθεια στη Γάζα.

Η Ουάσιγκτον, η οποία μέχρι τώρα υποστήριζε την ανθρωπιστική βοήθεια προς τους άμαχους, σκλήρυνε τη θέση της συμμετέχοντας στην καταστροφή του συνετού πρακτορείου των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, συνεχίζει το όνειρό της για μια «λύση δύο κρατών». Στην πορεία προς τη διάλυση της UNRWA, οι Δυτικοί στερούν τα διαβατήρια σε απάτριδες Παλαιστίνιους που μόνο τα Ηνωμένα Έθνη μπορούν να τα παρέχουν. Στην πραγματικότητα, αποτρέπουν επίσης την «εθελοντική» εξορία αυτού του βομβαρδισμένου και λιμοκτονούντος πληθυσμού τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμαζόταν να δεχτεί.

Ενθαρρυμένος από αυτή την υποστήριξη, ο συνασπισμός του Μπέντζαμιν Νετανιάχου εκθειάστηκε σε μια εορταστική εκδήλωση, που διοργανώθηκε από το ραδιόφωνο Kol Barama στο Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο της Ιερουσαλήμ. Είχε τίτλο: «Διάσκεψη για τη νίκη του Ισραήλ - οι εποικισμοί φέρνουν την ασφάλεια: επιστροφή στη Λωρίδα της Γάζας και στη βόρεια Σαμαριά». Οι ομιλητές, συμπεριλαμβανομένου του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, υπουργού Ασφάλειας και πρόεδρου του κόμματος της Εβραϊκής Δύναμης (Otzma Yehudit), διαβεβαίωσαν ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη με τους Άραβες, και ότι μόνο ο αποικισμός ολόκληρης της Παλαιστίνης θα μπορούσε να φέρει ασφάλεια στους Εβραίους. Συμφώνησε και ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος ήταν παρών στην εκδήλωση.

Αυτές οι πολεμοχαρείς παρατηρήσεις σόκαραν την αντιπολίτευση του συνασπισμού, είτε είναι εκτός της πολεμικής κυβέρνησης (όπως ο Γιαΐρ Λαπίντ) είτε είναι μέρος της κυβέρνησης (όπως ο Γιάκοβ Μάργκι ή ο στρατηγός Μπένι Γκαντζ). Πάνω απ’ όλα, εξόργισαν την Ουάσιγκτον η οποία αντέδρασε με δύο τρόπους σε αυτό το χαστούκι. Πρώτον, κάλεσε τους ακολούθους της να μην δέχονται Εβραίους σουπρεμασιστές ρατσιστές (όπως τον Αμισάι Τσίκλι, υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεις της Διασποράς, ο οποίος αναμενόταν στο Βερολίνο), και στη συνέχεια διέταξε κυρώσεις εναντίον ορισμένων εξ αυτών. Τα μέτρα αυτά είναι πιο σημαντικά από ό,τι φαίνεται, δεδομένου ότι απαγορεύουν αμέσως οποιαδήποτε διεθνή άντληση κεφαλαίου και τραπεζικά εμβάσματα. Αναμένεται να αποδυναμώσουν ταχέως τους Εβραίους σουπρεμασιστές και να ευνοήσουν τους άλλους.

Εντέλει, το Πεντάγωνο με το πρόσχημα μιας επίθεσης σε στρατιωτικό φυλάκιο στην Ιορδανία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τρεις νεκρούς στρατιώτες των ΗΠΑ, βομβάρδισε αμάχους και συμμαχικούς μαχητές του Ιράν σε ογδόντα πέντε διαφορετικές τοποθεσίες στη Συρία και το Ιράκ. Η Συρία δήλωσε ότι είχε 23 νεκρούς και ετοιμαζόταν να απωθήσει τους Αμερικανούς κατακτητές, ενώ το Ιράκ, το οποίο εξακολουθεί να φιλοξενεί 1.500 Αμερικανούς στρατιώτες, κατήγγειλε παραβίαση της κυριαρχίας του. Η δολοφονία πολιτοφυλάκων είναι ένας τρόπος για την Ουάσιγκτον για να αποφύγει μια επίθεση κατά του Ιράν.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά